Η κοινωνία μας αλλάζει - και όχι μόνο λόγο Μνημονίων. Ξεκινώντας απ' αυτή την παραδοχή, καταπιανόμαστε σήμερα μ' ένα θέμα αρκετά διαφορετικό με τα συνηθισμένα μας, που όμως καταδεικνύει μια στροφή που έχει πιθανότατα και πολιτικό-οικονομικές ρίζες. Το άρθρο προέρχεται από την εφημερίδα "Ποντίκι":
"Εδώ και αρκετά χρόνια έχουν αρχίσει να επικρατούν ονόματα από την αρχαιοελληνική παράδοση σε βάρος των χριστιανικών ονομάτων που δίδονταν κατά κανόνα και παραδοσιακά, από γενιά σε γενιά. Έτσι, μέσα στις σχολικές αίθουσες πλάι στη Μαρία βρίσκεται μια Λυδία, δίπλα στον Γιωργάκη βρίσκεται ένας Ιπποκράτης, πίσω από την Παναγιώτα εμφανίζεται μια Ηλέκτρα, και πάει λέγοντας. Είναι, ωστόσο, μια καινοτομία των πρόσφατων χρόνων αυτή η συνήθεια; Ήδη από την περίοδο 1750-1800 η ελληνική συνείδηση υπό την επίδραση των φώτων του Νεοελληνικού Διαφωτισμού διαμορφώνεται έξω από τα παραδοσιακά στερεότυπα. Έτσι εμφανίζονται αρχικά διάφορες καινοτομίες, μία εκ των οποίων είναι και η στροφή στο να δίνουν ονόματα από την αρχαιοελληνική παράδοση. Έως τότε τα ονόματα των Ελλήνων προέρχονταν απευθείας από την εκκλησιαστική παράδοση. Πλάι σε αυτά, λοιπόν, τα ονόματα άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους ονόματα που κρατούσαν από το αρχαιοελληνικό παρελθόν της φυλής. Αυτό ήταν μια συνεπεία της επιρροής που άσκησε η εμπειρία του Διαφωτισμού, μια και μέσω αυτού ο υπόδουλος ελληνισμός άρχισε να ανακαλύπτει τους ιστορικούς δεσμούς του με το αρχαιοελληνικό παρελθόν.
Η εμφάνιση πάντως των αρχαιοελληνικών ονομάτων στάθηκε η αφορμή ώστε να συνδεθεί ο νεότερος ελληνισμός με την αρχαιότητα μέσα από ένα αναγεννημένο ενδιαφέρον. Το αδιαμφισβήτητο γεγονός του κοινού τόπου και της κοινής γλώσσας με του αρχαίους προγόνους ζωντάνεψε την ιστορική αίσθηση της συνέχειας του ελληνισμού. Έτσι οι υπόδουλοι Έλληνες επωμίζονταν την ιστορική υποχρέωση να φανούν αντάξιοι συνεχιστές των μακρινών τους προγόνων, οι οποίοι με τα επιτεύγματά τους κατάφεραν να κρατήσουν ασβέστη τη μνήμη τους στην οικουμένη ολόκληρη. Τα ονόματα που προέρχονταν από την αρχαιοελληνική παράδοση είχαν ως συνεπεία να οικειοποιηθεί ο νεότερος ελληνισμός τη μακρινή του παράδοση και να ταυτιστεί μαζί της. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι συνεπακόλουθο της αναβίωσης του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού ήταν και η ταυτόχρονη απαγκίστρωση από το θρησκευτικό παρελθόν.
Ταυτόχρονα με την αφύπνιση της μακραίωνης εθνικής συνείδησης οι Έλληνες αρχίζουν να φοιτούν σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, αλλά και σε πρότυπα εκπαιδευτήρια που λειτουργούν στον ελλαδικό χώρο. Έτσι έρχονται περισσότερο κοντά στις σύγχρονες ιδέες του Διαφωτισμού αλλά και στο περιεχόμενο μιας κοσμικής Παιδείας. Αυτή η τάση θα δημιουργήσει ένα νέο ρεύμα όπου «Έλληνες σοφοί» μιλάνε την αρχαία ελληνική γλώσσα, όπως ακριβώς και στο μακρινό παρελθόν. Την αμάθεια διαδέχεται η Παιδεία και όχι μια οποιαδήποτε Παιδεία, αλλά αυτή των προγόνων μας. Η νέα ζωή» των υπόδουλων Ελλήνων είχε ανάγκη το μάθημα της Ιστορίας δίπλα σε αυτό του Ψαλτηριού. Η συνείδηση της ιστορικότητας του ελληνισμού επέβαλλε ως προϋπόθεση την ιστορική γνώση, δηλαδή αυτή που θα μας κάνει γνωστό το παρελθόν μας και θα συνδεθεί με το παρόν και το μέλλον μας. Το πρώτο βήμα σύνδεσης με το παρελθόν ήταν η ονοματοδοσία. Έτσι άρχισαν να δίδονται τα πρώτα ελληνικά ονόματα. Τα Ελληνόπουλα που έπαιρναν το όνομα ενός θεού ή ήρωα, ενός στρατηγού ή φιλόσοφου, ενός ποιητή ή μιας μούσας, συνδέονταν αυτόματα με το ιστορικό παρελθόν τους, ενώ ταυτόχρονα οι ιστορίες που κουβαλούσαν τα ονόματα αποτελούσαν μια νέα ανεξερεύνητη πηγή γνώσεων η οποία έφερνε κοντά του νέους Έλληνες με τα ήθη και τον πολιτισμό των αρχαίων τους προγόνων.
Ονομάτων συνέχεια
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι Έλληνες στις αρχές του 1700 αγνοούσαν παντελώς τα ονόματα των αρχαίων προγόνων τους ενώ ύστερα από έναν αιώνα μέσω των ονομάτων που έδιναν στα παιδιά τους ήρθαν σε επαφή με την Ιστορία τους και εμπεδώθηκε μέσα τους το ευγενές αίσθημα της άμιλλας ώστε να φανούν άξιοι συνεχιστές της ένδοξης ιστορίας τους. Ήδη στο διάστημα μεταξύ 1800 και 1820 το πλήθος των αρχαιοελληνικών πηγών και των ιστοριών που έκαναν την εμφάνισή τους στον ελληνικό κόσμο παγίωσε τη συναίσθηση της συνεχείας.
Σε μια ομιλία του στο Παρίσι, το 1803, στη Societe des Observateurs de l’ home, ο Αδαμάντιος Κοραής έκανε λόγο για την αφύπνιση της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων. Ένα από τα επιχειρήματά του ήταν η αλλαγή που σημειώθηκε στην ονοματοθεσία και των ελληνικών πλοίων. Ονόματα Ελλήνων της αρχαιότητας, όπως Περικλής, Θεμιστοκλής ή Ξενοφών, αντικατέστησαν ονόματα αγίων. Μαζί με τα ονόματα των παιδιών άλλαξαν και τα ονόματα των πλοίων που παρέπεμπαν στην αρχαιότητα δίνοντας έτσι την εικόνα μιας ιστορικής εθνικής συνέχειας. Τη συνήθεια αυτήν των αρχαίων ελληνικών ονομάτων την ακολούθησαν τα προεπαναστατικά έντυπα, με πρώτο και καλύτερο τον «Ερμή τον Λόγιο», που εκδόθηκε στη Βιέννη, το 1811, όπως επίσης και οι βραχύχρονες εκδόσεις των περιοδικών «Αθηνά» και το «Μουσείον» στο Παρίσι, η «Καλλιόπη» στη Βιέννη και η «Ίρις» στο Λονδίνο.
Αδαμάντιος Κοραής
Ιδού ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του Κοραή από τα «Προλεγόμενα» της «Γεωγραφίας» του Στράβωνα: «Γνωστή είναι των γονέων η συνήθεια να θέτωσιν εις τα τέκνα μεγάλων ανδρών ονόματα, ως διδάγματα, και τρόπον τινά αγαθά της μελλούσης των διαγωγής οιωνίσματα…». Ο Κοραής συνεχίζοντας πιο κάτω προσεγγίζει το φαινόμενο της αρχαιοελληνικής ονοματοθεσίας. «Εάν (…) εν από της παρακμής του Ελληνικού γένους τα σημεία ήτο και η αγάπησις των Ρωμαϊκών ονομάτων, εξεναντίας εν από τα σημεία της ενεργουμένης σήμερον αναγεννήσεως αυτού πρέπει να λογίζεται ο ζήλος των ελληνικών ονομάτων. Αλλ’ ο τοιούτος ζήλος καταντά εις κομπαστικήν γοητείαν, αν δεν συνέχεται εις του πρέποντος τα όρια. Επαινετόν έργον εργάζονται όσοι γονείς θέτουσιν εις ακόμα ανονόμαστα τέκνα ονόματα Ελληνικά και Ελλήνων όχι τυχόντων, αλλά αξιεπαίνων, ή καν των αμέμπτων. Εκείνοι όμως οι γονείς έχουσι της τοιαύτης ονοματοθεσίας το δικαίωμα μόνοι, όσοι μετά του ονόματος δίδουν και ανατροφήν Ελληνικήν και παιδείαν εις τα τέκνα των… Το δ’ εκ γενετής θέμενον και με πολυχρόνιον συνήθειαν στερεωμένον όνομα ν’ αλλάσσεται δεν είναι καλόν, πλην αν είναι εξ εκείνου του είδους των ξενικών, όσο διεγείρουσι εις τον ακούοντα δουλείας έννοιαν. Ελληνικά βέβαια φρονεί όστις αποτρίβει, ως στίγμα από το μέτωπον, τοιούτον όνομα. Πλην όμως τούτου, η αλλαγή ονόματος εις τι χρησιμεύει δεν εξεύρω… Εάν δεν έχει αληθώς φρονήματα Ελληνικά, η μετονόμασις είναι μωρά αλαζονεία. Τι ωφελεί τον Θερσίτη να μετονομαστεί Αχιλλεύς, αν απεφάσισε να μένει πάντοτε Θερσίτης!…».
Με αυτά τα νέα δεδομένα, η ελληνική γλώσσα παρουσιάστηκε ως αδιάσειστο τεκμήριο της πνευματικής ενότητας του ελληνισμού.
Επί τούτο ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη του Κωνσταντίνου Κούμα όταν έγραφε το 1813: «παρά το γεγονός ότι η ομιλημένη δεν ταυτίζεται με την παλαιάν… είναι δε θυγάτηρ εκείνης, και διέσωσε πολλά εκ των μητρικών αγαθών της». Βέβαια, στα μετεπαναστατικά χρόνια δεν έλειψαν και οι ακραίες και γραφικές φωνές, που υπάρχουν σε κάθε εποχή και οι οποίες ζητούσαν την αναβάπτιση των ηρώων του 1821. Με δυο λόγια, να ονομαστεί ο Καραϊσκάκης Λεωσθένης κι ο Μπότσαρης Νικόστρατος.
Χαρακτηριστικό είναι το κείμενο του Ιωάννη Βηλαρά, το 1815, ο οποίος προβληματίζεται πάνω στο περιεχόμενο του ονόματος, δηλαδή σχετικά με το αν μπορούν να επωμισθούν το βάρος των αρχαίων ονομάτων οι Νεοέλληνες.
«Δεν κατακρενο το μεγαλον ζήλο οπου εχουν μερηκη για τα ονοματα τον προγονον τους· δεν ηθελα ομος να στοχαστουμε πος ο Πλατονας ήταν μεγαλος φιλοσοφος γηατη τον ηλεγαν Πλατονα κε οχη Κοστα ή να θαρουμε πος ο Θεμηστοκλης ηταν μεγας στρατηγος, γηατη τον ηλεγαν Θεμηστοκλη κε οχη Τριανταφηλον. Κάθε πραγμα στον κερο του (…) Το ονομα δεν κανη το πραγμα· ξεχορηστα τα ασηνηθηστα ονοματα στα αφτηα του λαου, ηνε σα τ’ ασηνηθηστα φορεματα στα ματηα· ποσο θελα μας επαραξενοφενουνταν να ηδουμε το Σοκρατη να περπατη ξηπολητος μεσα στη λάσπη, κε μ’ ενα πανοφορη σαν το αραπηδον, κε ν’ ακουσομε για προτη φορα, πος τον λεν Σοκράτη! Εγο δεν πιστεβω να μην ελεγαμεν εφτης, πος αφτος ηταν κανας Ηνδηανος δηακοναρης, κε να μην ξεκαρδηζομασταν από τα γεληα».
Σημ.: Εννοείται πώς για την ορθογραφία του παραπάνω κειμένου αποκλειστικός υπεύθυνος είναι ο Ι. Βηλαράς."
"Εδώ και αρκετά χρόνια έχουν αρχίσει να επικρατούν ονόματα από την αρχαιοελληνική παράδοση σε βάρος των χριστιανικών ονομάτων που δίδονταν κατά κανόνα και παραδοσιακά, από γενιά σε γενιά. Έτσι, μέσα στις σχολικές αίθουσες πλάι στη Μαρία βρίσκεται μια Λυδία, δίπλα στον Γιωργάκη βρίσκεται ένας Ιπποκράτης, πίσω από την Παναγιώτα εμφανίζεται μια Ηλέκτρα, και πάει λέγοντας. Είναι, ωστόσο, μια καινοτομία των πρόσφατων χρόνων αυτή η συνήθεια; Ήδη από την περίοδο 1750-1800 η ελληνική συνείδηση υπό την επίδραση των φώτων του Νεοελληνικού Διαφωτισμού διαμορφώνεται έξω από τα παραδοσιακά στερεότυπα. Έτσι εμφανίζονται αρχικά διάφορες καινοτομίες, μία εκ των οποίων είναι και η στροφή στο να δίνουν ονόματα από την αρχαιοελληνική παράδοση. Έως τότε τα ονόματα των Ελλήνων προέρχονταν απευθείας από την εκκλησιαστική παράδοση. Πλάι σε αυτά, λοιπόν, τα ονόματα άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους ονόματα που κρατούσαν από το αρχαιοελληνικό παρελθόν της φυλής. Αυτό ήταν μια συνεπεία της επιρροής που άσκησε η εμπειρία του Διαφωτισμού, μια και μέσω αυτού ο υπόδουλος ελληνισμός άρχισε να ανακαλύπτει τους ιστορικούς δεσμούς του με το αρχαιοελληνικό παρελθόν.
Η εμφάνιση πάντως των αρχαιοελληνικών ονομάτων στάθηκε η αφορμή ώστε να συνδεθεί ο νεότερος ελληνισμός με την αρχαιότητα μέσα από ένα αναγεννημένο ενδιαφέρον. Το αδιαμφισβήτητο γεγονός του κοινού τόπου και της κοινής γλώσσας με του αρχαίους προγόνους ζωντάνεψε την ιστορική αίσθηση της συνέχειας του ελληνισμού. Έτσι οι υπόδουλοι Έλληνες επωμίζονταν την ιστορική υποχρέωση να φανούν αντάξιοι συνεχιστές των μακρινών τους προγόνων, οι οποίοι με τα επιτεύγματά τους κατάφεραν να κρατήσουν ασβέστη τη μνήμη τους στην οικουμένη ολόκληρη. Τα ονόματα που προέρχονταν από την αρχαιοελληνική παράδοση είχαν ως συνεπεία να οικειοποιηθεί ο νεότερος ελληνισμός τη μακρινή του παράδοση και να ταυτιστεί μαζί της. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι συνεπακόλουθο της αναβίωσης του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού ήταν και η ταυτόχρονη απαγκίστρωση από το θρησκευτικό παρελθόν.
Ταυτόχρονα με την αφύπνιση της μακραίωνης εθνικής συνείδησης οι Έλληνες αρχίζουν να φοιτούν σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, αλλά και σε πρότυπα εκπαιδευτήρια που λειτουργούν στον ελλαδικό χώρο. Έτσι έρχονται περισσότερο κοντά στις σύγχρονες ιδέες του Διαφωτισμού αλλά και στο περιεχόμενο μιας κοσμικής Παιδείας. Αυτή η τάση θα δημιουργήσει ένα νέο ρεύμα όπου «Έλληνες σοφοί» μιλάνε την αρχαία ελληνική γλώσσα, όπως ακριβώς και στο μακρινό παρελθόν. Την αμάθεια διαδέχεται η Παιδεία και όχι μια οποιαδήποτε Παιδεία, αλλά αυτή των προγόνων μας. Η νέα ζωή» των υπόδουλων Ελλήνων είχε ανάγκη το μάθημα της Ιστορίας δίπλα σε αυτό του Ψαλτηριού. Η συνείδηση της ιστορικότητας του ελληνισμού επέβαλλε ως προϋπόθεση την ιστορική γνώση, δηλαδή αυτή που θα μας κάνει γνωστό το παρελθόν μας και θα συνδεθεί με το παρόν και το μέλλον μας. Το πρώτο βήμα σύνδεσης με το παρελθόν ήταν η ονοματοδοσία. Έτσι άρχισαν να δίδονται τα πρώτα ελληνικά ονόματα. Τα Ελληνόπουλα που έπαιρναν το όνομα ενός θεού ή ήρωα, ενός στρατηγού ή φιλόσοφου, ενός ποιητή ή μιας μούσας, συνδέονταν αυτόματα με το ιστορικό παρελθόν τους, ενώ ταυτόχρονα οι ιστορίες που κουβαλούσαν τα ονόματα αποτελούσαν μια νέα ανεξερεύνητη πηγή γνώσεων η οποία έφερνε κοντά του νέους Έλληνες με τα ήθη και τον πολιτισμό των αρχαίων τους προγόνων.
Ονομάτων συνέχεια
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι Έλληνες στις αρχές του 1700 αγνοούσαν παντελώς τα ονόματα των αρχαίων προγόνων τους ενώ ύστερα από έναν αιώνα μέσω των ονομάτων που έδιναν στα παιδιά τους ήρθαν σε επαφή με την Ιστορία τους και εμπεδώθηκε μέσα τους το ευγενές αίσθημα της άμιλλας ώστε να φανούν άξιοι συνεχιστές της ένδοξης ιστορίας τους. Ήδη στο διάστημα μεταξύ 1800 και 1820 το πλήθος των αρχαιοελληνικών πηγών και των ιστοριών που έκαναν την εμφάνισή τους στον ελληνικό κόσμο παγίωσε τη συναίσθηση της συνεχείας.
Σε μια ομιλία του στο Παρίσι, το 1803, στη Societe des Observateurs de l’ home, ο Αδαμάντιος Κοραής έκανε λόγο για την αφύπνιση της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων. Ένα από τα επιχειρήματά του ήταν η αλλαγή που σημειώθηκε στην ονοματοθεσία και των ελληνικών πλοίων. Ονόματα Ελλήνων της αρχαιότητας, όπως Περικλής, Θεμιστοκλής ή Ξενοφών, αντικατέστησαν ονόματα αγίων. Μαζί με τα ονόματα των παιδιών άλλαξαν και τα ονόματα των πλοίων που παρέπεμπαν στην αρχαιότητα δίνοντας έτσι την εικόνα μιας ιστορικής εθνικής συνέχειας. Τη συνήθεια αυτήν των αρχαίων ελληνικών ονομάτων την ακολούθησαν τα προεπαναστατικά έντυπα, με πρώτο και καλύτερο τον «Ερμή τον Λόγιο», που εκδόθηκε στη Βιέννη, το 1811, όπως επίσης και οι βραχύχρονες εκδόσεις των περιοδικών «Αθηνά» και το «Μουσείον» στο Παρίσι, η «Καλλιόπη» στη Βιέννη και η «Ίρις» στο Λονδίνο.
Αδαμάντιος Κοραής
Ιδού ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του Κοραή από τα «Προλεγόμενα» της «Γεωγραφίας» του Στράβωνα: «Γνωστή είναι των γονέων η συνήθεια να θέτωσιν εις τα τέκνα μεγάλων ανδρών ονόματα, ως διδάγματα, και τρόπον τινά αγαθά της μελλούσης των διαγωγής οιωνίσματα…». Ο Κοραής συνεχίζοντας πιο κάτω προσεγγίζει το φαινόμενο της αρχαιοελληνικής ονοματοθεσίας. «Εάν (…) εν από της παρακμής του Ελληνικού γένους τα σημεία ήτο και η αγάπησις των Ρωμαϊκών ονομάτων, εξεναντίας εν από τα σημεία της ενεργουμένης σήμερον αναγεννήσεως αυτού πρέπει να λογίζεται ο ζήλος των ελληνικών ονομάτων. Αλλ’ ο τοιούτος ζήλος καταντά εις κομπαστικήν γοητείαν, αν δεν συνέχεται εις του πρέποντος τα όρια. Επαινετόν έργον εργάζονται όσοι γονείς θέτουσιν εις ακόμα ανονόμαστα τέκνα ονόματα Ελληνικά και Ελλήνων όχι τυχόντων, αλλά αξιεπαίνων, ή καν των αμέμπτων. Εκείνοι όμως οι γονείς έχουσι της τοιαύτης ονοματοθεσίας το δικαίωμα μόνοι, όσοι μετά του ονόματος δίδουν και ανατροφήν Ελληνικήν και παιδείαν εις τα τέκνα των… Το δ’ εκ γενετής θέμενον και με πολυχρόνιον συνήθειαν στερεωμένον όνομα ν’ αλλάσσεται δεν είναι καλόν, πλην αν είναι εξ εκείνου του είδους των ξενικών, όσο διεγείρουσι εις τον ακούοντα δουλείας έννοιαν. Ελληνικά βέβαια φρονεί όστις αποτρίβει, ως στίγμα από το μέτωπον, τοιούτον όνομα. Πλην όμως τούτου, η αλλαγή ονόματος εις τι χρησιμεύει δεν εξεύρω… Εάν δεν έχει αληθώς φρονήματα Ελληνικά, η μετονόμασις είναι μωρά αλαζονεία. Τι ωφελεί τον Θερσίτη να μετονομαστεί Αχιλλεύς, αν απεφάσισε να μένει πάντοτε Θερσίτης!…».
Με αυτά τα νέα δεδομένα, η ελληνική γλώσσα παρουσιάστηκε ως αδιάσειστο τεκμήριο της πνευματικής ενότητας του ελληνισμού.
Επί τούτο ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη του Κωνσταντίνου Κούμα όταν έγραφε το 1813: «παρά το γεγονός ότι η ομιλημένη δεν ταυτίζεται με την παλαιάν… είναι δε θυγάτηρ εκείνης, και διέσωσε πολλά εκ των μητρικών αγαθών της». Βέβαια, στα μετεπαναστατικά χρόνια δεν έλειψαν και οι ακραίες και γραφικές φωνές, που υπάρχουν σε κάθε εποχή και οι οποίες ζητούσαν την αναβάπτιση των ηρώων του 1821. Με δυο λόγια, να ονομαστεί ο Καραϊσκάκης Λεωσθένης κι ο Μπότσαρης Νικόστρατος.
Χαρακτηριστικό είναι το κείμενο του Ιωάννη Βηλαρά, το 1815, ο οποίος προβληματίζεται πάνω στο περιεχόμενο του ονόματος, δηλαδή σχετικά με το αν μπορούν να επωμισθούν το βάρος των αρχαίων ονομάτων οι Νεοέλληνες.
«Δεν κατακρενο το μεγαλον ζήλο οπου εχουν μερηκη για τα ονοματα τον προγονον τους· δεν ηθελα ομος να στοχαστουμε πος ο Πλατονας ήταν μεγαλος φιλοσοφος γηατη τον ηλεγαν Πλατονα κε οχη Κοστα ή να θαρουμε πος ο Θεμηστοκλης ηταν μεγας στρατηγος, γηατη τον ηλεγαν Θεμηστοκλη κε οχη Τριανταφηλον. Κάθε πραγμα στον κερο του (…) Το ονομα δεν κανη το πραγμα· ξεχορηστα τα ασηνηθηστα ονοματα στα αφτηα του λαου, ηνε σα τ’ ασηνηθηστα φορεματα στα ματηα· ποσο θελα μας επαραξενοφενουνταν να ηδουμε το Σοκρατη να περπατη ξηπολητος μεσα στη λάσπη, κε μ’ ενα πανοφορη σαν το αραπηδον, κε ν’ ακουσομε για προτη φορα, πος τον λεν Σοκράτη! Εγο δεν πιστεβω να μην ελεγαμεν εφτης, πος αφτος ηταν κανας Ηνδηανος δηακοναρης, κε να μην ξεκαρδηζομασταν από τα γεληα».
Σημ.: Εννοείται πώς για την ορθογραφία του παραπάνω κειμένου αποκλειστικός υπεύθυνος είναι ο Ι. Βηλαράς."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου