Σήμερα έχουμε μια διαφορετική ανάρτηση σα διάλειμμα των πολιτικών ειδήσεων που μας απασχολούν συνεχόμενα τον τελευταίο καιρό. Αποτελεί μια προσαρμογή μιας πρόσφατης δημοσίευσης του newsbeast.gr, με ορισμένες δικές μας προσθήκες - δοσμένες με χιουμοριστικό τρόπο.
Κομματάρχης
Ο κομματάρχης αποτελούσε παραδοσιακό αξεσουάρ παλαιότερων εκλογικών αναμετρήσεων και αν και υφίσταται ακόμα, δεν έχει τη συχνότητα ούτε τη δύναμη που είχε παλαιότερα: ο ρόλος του κομματάρχη ήταν να εκπροσωπεί εκατοντάδες ψηφοφόρους σε υποψηφίους βουλευτές, υποσχόμενος την ψήφο τους με αντάλλαγμα εξυπηρετήσεις και βολέματα. Τις περισσότερες φορές βέβαια οι κομματάρχες "τακτοποιούσαν" τις προσωπικές τους υποθέσεις, δικαιολογώντας την μη εξυπηρέτηση των ψηφοφόρων σε ανωτέρα βία. Ο εν λόγω χαρακτήρας ενέπνευσε πολλές φορές σεναριογράφους του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, με χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις του "Κοσμά Σκούταρη" (Δ. Παπαγιαννόπουλος στο "Τζένη Τζένη"), του "Σπύρου Δαλέγκου" (Α.Μαλλιαγρός στο "Οι 900 της Μαρίνας") και του "Θόδωρου Γρούεζα" (Δ.Παπαγιαννόπουλος στο "Υπάρχει και Φιλότιμο").
Γανωτής
Κουβαλώντας στην πλάτη του τα εργαλεία της δουλειάς, συνήθιζε να καλεί με την τραχιά, από το παίδεμα, φωνή του τις νοικοκυρές να φέρουν τα μπακίρια τους για γάνωμα. Τα χάλκινα οικιακά σκεύη, όπως τα ταχριά, τα καζάνια, τα κουτάλια, τα πιρούνια χρειάζονταν, συχνά πυκνά, γαλβανισμό και στίλβωμα με κασσίτερο, ή αλλιώς γάνωμα.
Όταν προέκυπτε πελατεία, ο γανωτής, έστηνε την γκαζιέρα του στην αυλή του σπιτιού, έλιωνε τον κασσίτερο, κι αφού καθάριζε καλά το σκεύος, άλειφε το εσωτερικό του με σπίρτο και το τρίβε με κουρασάνι (τριμμένο κεραμίδι). Στη συνέχεια, κράταγε το σκεύος με την τσιμπίδα πάνω από τη φωτιά και έριχνε μέσα το νησιαντήρι (χλωριούχο αμμώνιο), για να στρώσει καλύτερα το καλάι( κασσίτερος) πάνω στο χάλκωμα. Το άπλωνε σ’ όλη την επιφάνεια του σκεύους μ’ ένα χοντρό βαμβακερό ύφασμα και στη συνέχεια το βουτούσε σε μια λεκάνη με κρύο νερό, που του έδινε η νοικοκυρά του σπιτιού.Το τελικό σκούπισμα γινόταν με βαμβάκι ώστε να αποκτήσει το σκεύος την απαραίτητη γυαλάδα. Το «γάνωμα», το οποίο επιβαλλόταν για λόγους υγείας, κυρίως στα σκεύη που χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα, προσέφερε πελατεία ολόκληρο το χρόνο.
Αν και το επάγγελμα του γανωτή ακολούθησαν πολλοί τεχνίτες στη συνέχεια, οι πρώτοι που το εξάσκησαν ήταν οι τσιγγάνοι. Σήμερα βέβαια τον χαλκό αντικατέστησε το ανοξείδωτο ή και το πιο σύγχρονο κεραμικό, οπότε η επικασσιτέρωση είναι περιττή. Τα λίγα εναπομείναντα τέτοια σκεύη, που κληροδοτήθηκαν στις νεότερες γενιές, κρεμιούνται σε τοίχους ή κοσμούν τις βιτρίνες, κυρίως εξοχικών κατοικιών
Αβδελλάς
Έχοντας τις ρίζες του στον 19ο αιώνα, το επάγγελμα του αβδελλά, συντηρήθηκε μέχρι και τα μισά του προηγούμενου, όσο οι βδέλλες χρησιμοποιούνταν ακόμα για θεραπευτικούς σκοπούς. Σε περιπτώσεις πίεσης ή πονοκεφάλων, οι βδέλλες ήταν το «εργαλείο» για τις τοπικές αφαιμάξεις. Οι πρώτοι που εξάσκησαν το εν λόγω επάγγελμα, ήταν οι αθίγγανοι, οι οποίοι έμπαιναν ξυπόλητοι στα νερά και συνέλεγαν τις βδέλλες με τα χέρια. Στη συνέχεια τις τοποθετούσαν, συνήθως ανά δυάδες, σε μικρά βαζάκια, τα οποία διέθεταν προς πώληση.
Αχθοφόρος ή χαμάλης
Σαν να βγήκαν από ξεθωριασμένη καρτ ποστάλ , οι εναπομείναντες του είδους, τριγυρίζουν μέχρι και σήμερα με το καρότσι τους σε σταθμούς λεωφορείων και λιμάνια συνήθως χωρίς να βρίσκουν πελατεία. Παλαιότερα βέβαια ο αχθοφόρος δεν μετέφερε τις βαλίτσες από το πλοίο ως το αυτοκίνητο ή το κοντινότερο μέσο μαζικής μεταφοράς. Κυκλοφορούσε στην αγορά, κι όταν έβρισκε πελάτη, έβαζε τα ψώνια στην πλάτη για να τα μεταφέρει μέχρι την πόρτα του σπιτιού. Έπαιρνε το χαρτζιλίκι και επέστρεφε ταχύτατα στο πόστο του, αφού το μεροκάματο ήταν ανάλογο των δρομολογίων. Στην εξέλιξη του επαγγέλματος η πλάτη ή το καρότσι αντικαταστάθηκε από τα τρίκυκλα και οι μεταφορές γινόταν γρηγορότερα και φυσικά πιο ξεκούραστα.
Ρινιαστής
Λιγότερο γνωστό ίσως σήμερα αλλά συνήθης φιγούρα σε επαρχίες πρότερων χρόνων, υπήρξε και το επάγγελμα του ρινιαστή. Οι έρινοι, ορνιοί ή, στην κοινή, τα αρσενικά σύκα, χρησιμοποιούνται για την γονιμοποίηση των θηλυκών συκιών. Οι ρινιαστές ήταν εκείνοι που συνέλεγαν τα αρσενικά σύκα, αγριόσυκα, τα περνούσαν σε κλωστές, και στη συνέχεια τα αποθήκευαν ή τα πωλούσαν στους ενδιαφερόμενους. Όσοι τα έπαιρναν τα κρεμούσαν στις θηλυκές ώστε όταν έσκαγαν ο αέρας και τα έντομα να μεταφέρουν τα ωάρια για γονιμοποίηση
Σαματατζής
Πανομοιότυπος με τον αυτοφοράκια, με τη διαφορά ότι το δεύτερο συναντάται μέχρι και σήμερα, ο σαματατζής ήταν σε ελεύθερη μετάφραση ο «πληρωμένος ταραξίας δημοσίων συγκεντρώσεων».
Ο Σαματατζής συνήθως χρηματοδοτείτο από κάποια πολιτική ή συντεχνιακή παράταξη ή ακόμα κι από κάποιον μεμονωμένο υποψήφιο, ούτως ώστε να είναι έτοιμος να «παρέμβει» την κατάλληλη στιγμή. Κατά την άσκηση του «επαγγέλματος» , η συνήθης πρακτική λειτουργούσε κάπως έτσι: όταν ο «εργοδότης» τα έβρισκε σκούρα σε κάποια διαφωνία, ο σαματατζής επενέβαινε άμεσα με φωνές και ακατονόμαστες φράσεις, με αποτέλεσμα να διεγείρει το θυμό των παρευρισκομένων και να «διακοπεί η συνεδρίασης».
Απαραίτητα προσόντα για την άσκηση του επαγγέλματος ήταν να στερείται ιδεολογίας, και ως πολυπράγμων να μπορεί είτε να παριστάνει τον ευκαιριακό χειροκροτητή, είτε τον τοιχοκολλητή, ενώ δεν έλειπαν κι οι φορές που έπρεπε να προσαρμοστεί στο ρόλο του αβανταδόρου και του παρατρεχάμενου.
Χαρακτηριστικό ήταν πως η πληρωμή έπρεπε να προκαταβάλλεται καλύπτοντας έτσι την πιθανότητα σπρωξίματος ή και ξυλοδαρμού. Υποκατηγορία θα μπορούσε να θεωρηθεί ο καρπαζοεισπράκτορας, αυτός που συνηθέστερα τις «μάζευε» από υποτιθέμενους παλικαράδες, με την διαφορά πως η πληρωμή ακολουθούσε πάντοτε του ξύλου.
Οι καριερίστες του επαγγέλματος άλλων εποχών, στην ερώτηση «τι επαγγέλλεσαι» απαντούσαν γενικά κι αόριστα «επιχειρήσεις». Και δεν είχαν άδικο άλλωστε, εκείνοι επιχειρούσαν κι ότι βγει…
Καπνοδοχοκαθαριστής
Αν και οι καμινάδες και τα συνεργεία που αναλαμβάνουν τον καθαρισμό τους, δεν έχουν εκλείψει, ο σημερινός καπνοδοκαθαριστής σίγουρα δεν διατηρεί την παραδοσιακή έννοια του όρου. Το τότε συνεργείο αποτελούμενο από δύο ή και περισσότερα άτομα, επισκέπτονταν σπίτια, γραφεία, δημόσια κτίρια ταβέρνες και φούρνους, για να καθαρίσει τις καμινάδες με παραδοσιακά εργαλεία και τρόπο.
Αφού επιθεωρούσε τον χώρο, ένας ανέβαινε στην κορυφή της καμινάδας, κρεμώντας το σκοινί που έπιανε ο άλλος από την άλλη είσοδο της καμινάδας. Σε αυτό έδεναν τα φρόκαλα, τσαλιά, τις αφάνες, και ότι άλλο εργαλείο υπήρχε διαθέσιμο ικανό να ξύσει το εσωτερικό της καμινάδας. Όταν έριχναν όλη την μουτζούρα στο τζάκι, ή στο φούρνο, και πάνω σε εκείνον που τύγχανε να κρατάει το σκοινί έμελλε μόνο το σκούπισμα κι είχαν τελειώσει. Στις περιπτώσεις που η κάπνα ήταν λαδωμένη, το σαπούνι ήταν απαραίτητο βοηθητικό για να αφαιρεθεί. Έτσι συνηθέστερα , τον πρωί διατηρούσαν ένα σκούρο ηλιοκαμένο ή ακόμα και μαύρο χρώμα, το οποίο έφευγε μόνο όταν επέστρεφαν σπίτι. Αυτός ήταν ο λόγος που οι συστάσεις της επαγγελματικής σταδιοδρομίας ήταν περιττές.
Ντιβανάς
Πλανόδιος και περιπλανώμενος από γειτονιά σε γειτονιά ήταν και ο ντιβανάς άλλων εποχών. Η φθαρτή φύση των κρεβατιών που ήταν φτιαγμένα από συρματένιο δίχτυ, επέβαλε εκτός από την ύπαρξη του κατασκευαστή κι εκείνη του συντηρητής ή επισκευαστής τους.
Αυτός ήταν και ο λόγος που με ένα ζεμπίλι, μια κουλούρα σύρμα, τανάλιες, πένσες, καρφιά και σφυριά, ο ντιβανάς τριγύριζε στις γειτονιές διαλαλώντας την ιδιότητά του μέχρι να εμφανιστεί κάποια νοικοκυρά που χρειαζόταν τις υπηρεσίες του.
Τότε το ντιβάνι έβγαινε στην αυλή κι ο ειδικός, μετά την εκτίμηση, όριζε το κόμιστρο της επισκευής. Βέβαια πάντα υπήρχαν επιλογές για αυξομειώσεις της τιμής, όπως το τι σύρμα, ανοξείδωτο ή γαλβανιζέ, θα επιλεγόταν χωρίς να λείπουν βέβαια και τα γνωστά παζάρια… Η συμφωνία έκλεινε κι ο μάστορας έπιανε δουλειά. Έσφιγγε με τη μέγγενη τις άκρες ώστε να τεντώσουν καλά και να μην πάρουν κάνουν γούβα. Μετά έπαιρνε τα κάθετα σύρματα, γνωστά και ως υφάδια, τα τέντωνε και αυτά και τα κάρφωνε στις σανίδες. Στη συνέχεια τοποθετούσε το στρώμα και το κρεβάτι ήταν έτοιμο να χρησιμοποιηθεί καλά.
Σαλεπιτζής
Εν έτει 2015, στην Ομόνοια ή στους γύρω δρόμους, δεν είναι απίθανο να συναντήσει κανείς, τους τελευταίους εκπροσώπους του εν λόγω επαγγέλματος, αν και κατά γενική ομολογία κι αυτός ο επαγγελματικός προσανατολισμός τείνει προς εξαφάνιση…
Το σαλέπι, η σκόνη δηλαδή που βγαίνει από τους αποξηραμένους κονδύλους διαφόρων ειδών της οικογένειας των ορχεΐδων, καθώς και το ζεστό αφέψημα που παρασκευάζεται από αυτό, όταν η σκόνη βράζεται με ζάχαρη ή μέλι και αρωματίζεται με πιπερόριζα ή κανέλα, αποτέλεσε για χρόνια το δυναμωτικό της χώρας τόσο για τους ξενύχτηδες όσο και για τους πρωινούς ανθρώπους του μεροκάματου.
Ο σαλεπιτζής, με τον άσπρο σκούφο και την λευκή ποδιά του, τα πολύπλοκα και καλογυαλισμένα μπρούτζινα σκεύη, που συνήθιζε να κουβαλά στον ώμο κρεμασμένα από μια ξύλινη σανίδα, αποτελεί μια γραφική και συνηθισμένη εικόνα άλλων εποχών. Περιτριγυρισμένος σχεδόν πάντα από παρέες, ψήνοντας το ρόφημα σε εύθυμο κλίμα, κρατούσε το ενδιαφέρον των πελατών ανοίγοντας πάντα κάποιο πολιτικό ή άλλο θέμα για συζήτηση , γι αυτό κι από πολλούς θεωρείται πως έβαλε τις βάσεις για τα εξελιγμένα υπαίθρια καφενεία που ακολούθησαν στην Ελλάδα, αφού οι θαμώνες πίνοντας το ποτό τους ενημερώνονταν για την καθημερινότητα και αντάλλασσαν τις απόψεις τους.
Ο Τσαμπάσης
Λαλίστατος και ατσίδα στις διαπραγματεύσεις, ήταν ο τσαμπάσης, ο μεταπράτης ζωέμπορος της προ αυτοκινήτου εποχής. Επίκεντρο των αγοραπωλησιών αποτελούσαν οι ζωοπανηγύρεις που συνόδευαν συνήθως τις εορταστικές και εμπορικές δραστηριότητες των μεγάλων πανηγυριών .
Πριν την αναγγελία της εκτίμησης, ζύγιζε το ζώο «με το μάτι» και το ψηλάφιζε. Έτριβε με χοντρό αλάτι το πάνω χείλος του, μέχρι να ματώσει, και πειραματιζόταν με διάφορους τρόπους για να διαπιστώσει τα ζακόνια του , δηλαδή τα ελαττώματά του. Αν κλώτσαγε, δάγκωνε, σκόνταφτε, ή δεν έκανε καλό καμάτι(όργωμα), τότε το ζώο δεν άξιζε και πολλά.
Όταν η αγοραπωλησία αφορούσε άλογα , για τον προσδιορισμό της τιμής, συνυπολογιζόταν πάντα και η γιοργάδα του ζώου, δηλαδή η ικανότητα του να τρέχει γρήγορα και χωρίς καλπασμό. Βέβαια ο καλός επιχειρηματίας του είδους προτιμούσε συνήθως το αδύνατο και καχεκτικό άλογο του στάβλου, το οποίο τάιζε, εκπαίδευε και φρόντιζε για ένα μικρό χρονικό διάστημα, ώστε να πετύχει μεγαλύτερη τιμή πώλησης από εκείνη της αγοράς, αυξάνοντας κατά πολύ το κέρδος.
Μεταπράτης
Ο λιανοπωλητής που δεν είχε πρωτογενή παραγωγή άλλοτε ονομαζόταν μεταπράτης. Αγόραζε την πραμάτεια του από παραγωγούς ή χοντρέμπορους και στη συνέχεια την μεταπωλούσε σε γειτονιές και πανηγύρια.Κάλτσες πουκάμισα κι άλλα ήδη ρουχισμού, είδη σπιτιού ακόμα και τρόφιμα αποτελούσαν το εμπόρευμά του. Οι πελάτες του, μόνιμοι ή ευκαιριακοί, ήταν κυρίως νοικοκυρές οι οποίες αγόραζαν ακόμα και είδη προικός για τα κορίτσια του σπιτιού , τα οποία αποπλήρωναν με δόσεις ή και με την γνωστή μέθοδο του τεφτεριού. Για μια καλή σταδιοδρομία στο επάγγελμα του μεταπράτη, χρειαζόταν ισχυρή διαπραγματευτική ικανότητα, αφού το παζάρι αποτελούσε χαρακτηριστικό της αγοραπωλησίας, και πολυλογία ώστε υπογραμμίζοντας ή και εφευρίσκοντας ανάγκες να προωθεί καλύτερα τα προϊόντα.
Νερουλάς ή Νεροκόπος
Κομματάρχης
Ο κομματάρχης αποτελούσε παραδοσιακό αξεσουάρ παλαιότερων εκλογικών αναμετρήσεων και αν και υφίσταται ακόμα, δεν έχει τη συχνότητα ούτε τη δύναμη που είχε παλαιότερα: ο ρόλος του κομματάρχη ήταν να εκπροσωπεί εκατοντάδες ψηφοφόρους σε υποψηφίους βουλευτές, υποσχόμενος την ψήφο τους με αντάλλαγμα εξυπηρετήσεις και βολέματα. Τις περισσότερες φορές βέβαια οι κομματάρχες "τακτοποιούσαν" τις προσωπικές τους υποθέσεις, δικαιολογώντας την μη εξυπηρέτηση των ψηφοφόρων σε ανωτέρα βία. Ο εν λόγω χαρακτήρας ενέπνευσε πολλές φορές σεναριογράφους του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, με χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις του "Κοσμά Σκούταρη" (Δ. Παπαγιαννόπουλος στο "Τζένη Τζένη"), του "Σπύρου Δαλέγκου" (Α.Μαλλιαγρός στο "Οι 900 της Μαρίνας") και του "Θόδωρου Γρούεζα" (Δ.Παπαγιαννόπουλος στο "Υπάρχει και Φιλότιμο").
Γανωτής
Κουβαλώντας στην πλάτη του τα εργαλεία της δουλειάς, συνήθιζε να καλεί με την τραχιά, από το παίδεμα, φωνή του τις νοικοκυρές να φέρουν τα μπακίρια τους για γάνωμα. Τα χάλκινα οικιακά σκεύη, όπως τα ταχριά, τα καζάνια, τα κουτάλια, τα πιρούνια χρειάζονταν, συχνά πυκνά, γαλβανισμό και στίλβωμα με κασσίτερο, ή αλλιώς γάνωμα.
Όταν προέκυπτε πελατεία, ο γανωτής, έστηνε την γκαζιέρα του στην αυλή του σπιτιού, έλιωνε τον κασσίτερο, κι αφού καθάριζε καλά το σκεύος, άλειφε το εσωτερικό του με σπίρτο και το τρίβε με κουρασάνι (τριμμένο κεραμίδι). Στη συνέχεια, κράταγε το σκεύος με την τσιμπίδα πάνω από τη φωτιά και έριχνε μέσα το νησιαντήρι (χλωριούχο αμμώνιο), για να στρώσει καλύτερα το καλάι( κασσίτερος) πάνω στο χάλκωμα. Το άπλωνε σ’ όλη την επιφάνεια του σκεύους μ’ ένα χοντρό βαμβακερό ύφασμα και στη συνέχεια το βουτούσε σε μια λεκάνη με κρύο νερό, που του έδινε η νοικοκυρά του σπιτιού.Το τελικό σκούπισμα γινόταν με βαμβάκι ώστε να αποκτήσει το σκεύος την απαραίτητη γυαλάδα. Το «γάνωμα», το οποίο επιβαλλόταν για λόγους υγείας, κυρίως στα σκεύη που χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα, προσέφερε πελατεία ολόκληρο το χρόνο.
Αν και το επάγγελμα του γανωτή ακολούθησαν πολλοί τεχνίτες στη συνέχεια, οι πρώτοι που το εξάσκησαν ήταν οι τσιγγάνοι. Σήμερα βέβαια τον χαλκό αντικατέστησε το ανοξείδωτο ή και το πιο σύγχρονο κεραμικό, οπότε η επικασσιτέρωση είναι περιττή. Τα λίγα εναπομείναντα τέτοια σκεύη, που κληροδοτήθηκαν στις νεότερες γενιές, κρεμιούνται σε τοίχους ή κοσμούν τις βιτρίνες, κυρίως εξοχικών κατοικιών
Αβδελλάς
Έχοντας τις ρίζες του στον 19ο αιώνα, το επάγγελμα του αβδελλά, συντηρήθηκε μέχρι και τα μισά του προηγούμενου, όσο οι βδέλλες χρησιμοποιούνταν ακόμα για θεραπευτικούς σκοπούς. Σε περιπτώσεις πίεσης ή πονοκεφάλων, οι βδέλλες ήταν το «εργαλείο» για τις τοπικές αφαιμάξεις. Οι πρώτοι που εξάσκησαν το εν λόγω επάγγελμα, ήταν οι αθίγγανοι, οι οποίοι έμπαιναν ξυπόλητοι στα νερά και συνέλεγαν τις βδέλλες με τα χέρια. Στη συνέχεια τις τοποθετούσαν, συνήθως ανά δυάδες, σε μικρά βαζάκια, τα οποία διέθεταν προς πώληση.
Αχθοφόρος ή χαμάλης
Σαν να βγήκαν από ξεθωριασμένη καρτ ποστάλ , οι εναπομείναντες του είδους, τριγυρίζουν μέχρι και σήμερα με το καρότσι τους σε σταθμούς λεωφορείων και λιμάνια συνήθως χωρίς να βρίσκουν πελατεία. Παλαιότερα βέβαια ο αχθοφόρος δεν μετέφερε τις βαλίτσες από το πλοίο ως το αυτοκίνητο ή το κοντινότερο μέσο μαζικής μεταφοράς. Κυκλοφορούσε στην αγορά, κι όταν έβρισκε πελάτη, έβαζε τα ψώνια στην πλάτη για να τα μεταφέρει μέχρι την πόρτα του σπιτιού. Έπαιρνε το χαρτζιλίκι και επέστρεφε ταχύτατα στο πόστο του, αφού το μεροκάματο ήταν ανάλογο των δρομολογίων. Στην εξέλιξη του επαγγέλματος η πλάτη ή το καρότσι αντικαταστάθηκε από τα τρίκυκλα και οι μεταφορές γινόταν γρηγορότερα και φυσικά πιο ξεκούραστα.
Ρινιαστής
Λιγότερο γνωστό ίσως σήμερα αλλά συνήθης φιγούρα σε επαρχίες πρότερων χρόνων, υπήρξε και το επάγγελμα του ρινιαστή. Οι έρινοι, ορνιοί ή, στην κοινή, τα αρσενικά σύκα, χρησιμοποιούνται για την γονιμοποίηση των θηλυκών συκιών. Οι ρινιαστές ήταν εκείνοι που συνέλεγαν τα αρσενικά σύκα, αγριόσυκα, τα περνούσαν σε κλωστές, και στη συνέχεια τα αποθήκευαν ή τα πωλούσαν στους ενδιαφερόμενους. Όσοι τα έπαιρναν τα κρεμούσαν στις θηλυκές ώστε όταν έσκαγαν ο αέρας και τα έντομα να μεταφέρουν τα ωάρια για γονιμοποίηση
Σαματατζής
Πανομοιότυπος με τον αυτοφοράκια, με τη διαφορά ότι το δεύτερο συναντάται μέχρι και σήμερα, ο σαματατζής ήταν σε ελεύθερη μετάφραση ο «πληρωμένος ταραξίας δημοσίων συγκεντρώσεων».
Ο Σαματατζής συνήθως χρηματοδοτείτο από κάποια πολιτική ή συντεχνιακή παράταξη ή ακόμα κι από κάποιον μεμονωμένο υποψήφιο, ούτως ώστε να είναι έτοιμος να «παρέμβει» την κατάλληλη στιγμή. Κατά την άσκηση του «επαγγέλματος» , η συνήθης πρακτική λειτουργούσε κάπως έτσι: όταν ο «εργοδότης» τα έβρισκε σκούρα σε κάποια διαφωνία, ο σαματατζής επενέβαινε άμεσα με φωνές και ακατονόμαστες φράσεις, με αποτέλεσμα να διεγείρει το θυμό των παρευρισκομένων και να «διακοπεί η συνεδρίασης».
Απαραίτητα προσόντα για την άσκηση του επαγγέλματος ήταν να στερείται ιδεολογίας, και ως πολυπράγμων να μπορεί είτε να παριστάνει τον ευκαιριακό χειροκροτητή, είτε τον τοιχοκολλητή, ενώ δεν έλειπαν κι οι φορές που έπρεπε να προσαρμοστεί στο ρόλο του αβανταδόρου και του παρατρεχάμενου.
Χαρακτηριστικό ήταν πως η πληρωμή έπρεπε να προκαταβάλλεται καλύπτοντας έτσι την πιθανότητα σπρωξίματος ή και ξυλοδαρμού. Υποκατηγορία θα μπορούσε να θεωρηθεί ο καρπαζοεισπράκτορας, αυτός που συνηθέστερα τις «μάζευε» από υποτιθέμενους παλικαράδες, με την διαφορά πως η πληρωμή ακολουθούσε πάντοτε του ξύλου.
Οι καριερίστες του επαγγέλματος άλλων εποχών, στην ερώτηση «τι επαγγέλλεσαι» απαντούσαν γενικά κι αόριστα «επιχειρήσεις». Και δεν είχαν άδικο άλλωστε, εκείνοι επιχειρούσαν κι ότι βγει…
Καπνοδοχοκαθαριστής
Αν και οι καμινάδες και τα συνεργεία που αναλαμβάνουν τον καθαρισμό τους, δεν έχουν εκλείψει, ο σημερινός καπνοδοκαθαριστής σίγουρα δεν διατηρεί την παραδοσιακή έννοια του όρου. Το τότε συνεργείο αποτελούμενο από δύο ή και περισσότερα άτομα, επισκέπτονταν σπίτια, γραφεία, δημόσια κτίρια ταβέρνες και φούρνους, για να καθαρίσει τις καμινάδες με παραδοσιακά εργαλεία και τρόπο.
Αφού επιθεωρούσε τον χώρο, ένας ανέβαινε στην κορυφή της καμινάδας, κρεμώντας το σκοινί που έπιανε ο άλλος από την άλλη είσοδο της καμινάδας. Σε αυτό έδεναν τα φρόκαλα, τσαλιά, τις αφάνες, και ότι άλλο εργαλείο υπήρχε διαθέσιμο ικανό να ξύσει το εσωτερικό της καμινάδας. Όταν έριχναν όλη την μουτζούρα στο τζάκι, ή στο φούρνο, και πάνω σε εκείνον που τύγχανε να κρατάει το σκοινί έμελλε μόνο το σκούπισμα κι είχαν τελειώσει. Στις περιπτώσεις που η κάπνα ήταν λαδωμένη, το σαπούνι ήταν απαραίτητο βοηθητικό για να αφαιρεθεί. Έτσι συνηθέστερα , τον πρωί διατηρούσαν ένα σκούρο ηλιοκαμένο ή ακόμα και μαύρο χρώμα, το οποίο έφευγε μόνο όταν επέστρεφαν σπίτι. Αυτός ήταν ο λόγος που οι συστάσεις της επαγγελματικής σταδιοδρομίας ήταν περιττές.
Ντιβανάς
Πλανόδιος και περιπλανώμενος από γειτονιά σε γειτονιά ήταν και ο ντιβανάς άλλων εποχών. Η φθαρτή φύση των κρεβατιών που ήταν φτιαγμένα από συρματένιο δίχτυ, επέβαλε εκτός από την ύπαρξη του κατασκευαστή κι εκείνη του συντηρητής ή επισκευαστής τους.
Αυτός ήταν και ο λόγος που με ένα ζεμπίλι, μια κουλούρα σύρμα, τανάλιες, πένσες, καρφιά και σφυριά, ο ντιβανάς τριγύριζε στις γειτονιές διαλαλώντας την ιδιότητά του μέχρι να εμφανιστεί κάποια νοικοκυρά που χρειαζόταν τις υπηρεσίες του.
Τότε το ντιβάνι έβγαινε στην αυλή κι ο ειδικός, μετά την εκτίμηση, όριζε το κόμιστρο της επισκευής. Βέβαια πάντα υπήρχαν επιλογές για αυξομειώσεις της τιμής, όπως το τι σύρμα, ανοξείδωτο ή γαλβανιζέ, θα επιλεγόταν χωρίς να λείπουν βέβαια και τα γνωστά παζάρια… Η συμφωνία έκλεινε κι ο μάστορας έπιανε δουλειά. Έσφιγγε με τη μέγγενη τις άκρες ώστε να τεντώσουν καλά και να μην πάρουν κάνουν γούβα. Μετά έπαιρνε τα κάθετα σύρματα, γνωστά και ως υφάδια, τα τέντωνε και αυτά και τα κάρφωνε στις σανίδες. Στη συνέχεια τοποθετούσε το στρώμα και το κρεβάτι ήταν έτοιμο να χρησιμοποιηθεί καλά.
Σαλεπιτζής
Εν έτει 2015, στην Ομόνοια ή στους γύρω δρόμους, δεν είναι απίθανο να συναντήσει κανείς, τους τελευταίους εκπροσώπους του εν λόγω επαγγέλματος, αν και κατά γενική ομολογία κι αυτός ο επαγγελματικός προσανατολισμός τείνει προς εξαφάνιση…
Το σαλέπι, η σκόνη δηλαδή που βγαίνει από τους αποξηραμένους κονδύλους διαφόρων ειδών της οικογένειας των ορχεΐδων, καθώς και το ζεστό αφέψημα που παρασκευάζεται από αυτό, όταν η σκόνη βράζεται με ζάχαρη ή μέλι και αρωματίζεται με πιπερόριζα ή κανέλα, αποτέλεσε για χρόνια το δυναμωτικό της χώρας τόσο για τους ξενύχτηδες όσο και για τους πρωινούς ανθρώπους του μεροκάματου.
Ο σαλεπιτζής, με τον άσπρο σκούφο και την λευκή ποδιά του, τα πολύπλοκα και καλογυαλισμένα μπρούτζινα σκεύη, που συνήθιζε να κουβαλά στον ώμο κρεμασμένα από μια ξύλινη σανίδα, αποτελεί μια γραφική και συνηθισμένη εικόνα άλλων εποχών. Περιτριγυρισμένος σχεδόν πάντα από παρέες, ψήνοντας το ρόφημα σε εύθυμο κλίμα, κρατούσε το ενδιαφέρον των πελατών ανοίγοντας πάντα κάποιο πολιτικό ή άλλο θέμα για συζήτηση , γι αυτό κι από πολλούς θεωρείται πως έβαλε τις βάσεις για τα εξελιγμένα υπαίθρια καφενεία που ακολούθησαν στην Ελλάδα, αφού οι θαμώνες πίνοντας το ποτό τους ενημερώνονταν για την καθημερινότητα και αντάλλασσαν τις απόψεις τους.
Ο Τσαμπάσης
Λαλίστατος και ατσίδα στις διαπραγματεύσεις, ήταν ο τσαμπάσης, ο μεταπράτης ζωέμπορος της προ αυτοκινήτου εποχής. Επίκεντρο των αγοραπωλησιών αποτελούσαν οι ζωοπανηγύρεις που συνόδευαν συνήθως τις εορταστικές και εμπορικές δραστηριότητες των μεγάλων πανηγυριών .
Πριν την αναγγελία της εκτίμησης, ζύγιζε το ζώο «με το μάτι» και το ψηλάφιζε. Έτριβε με χοντρό αλάτι το πάνω χείλος του, μέχρι να ματώσει, και πειραματιζόταν με διάφορους τρόπους για να διαπιστώσει τα ζακόνια του , δηλαδή τα ελαττώματά του. Αν κλώτσαγε, δάγκωνε, σκόνταφτε, ή δεν έκανε καλό καμάτι(όργωμα), τότε το ζώο δεν άξιζε και πολλά.
Όταν η αγοραπωλησία αφορούσε άλογα , για τον προσδιορισμό της τιμής, συνυπολογιζόταν πάντα και η γιοργάδα του ζώου, δηλαδή η ικανότητα του να τρέχει γρήγορα και χωρίς καλπασμό. Βέβαια ο καλός επιχειρηματίας του είδους προτιμούσε συνήθως το αδύνατο και καχεκτικό άλογο του στάβλου, το οποίο τάιζε, εκπαίδευε και φρόντιζε για ένα μικρό χρονικό διάστημα, ώστε να πετύχει μεγαλύτερη τιμή πώλησης από εκείνη της αγοράς, αυξάνοντας κατά πολύ το κέρδος.
Μεταπράτης
Ο λιανοπωλητής που δεν είχε πρωτογενή παραγωγή άλλοτε ονομαζόταν μεταπράτης. Αγόραζε την πραμάτεια του από παραγωγούς ή χοντρέμπορους και στη συνέχεια την μεταπωλούσε σε γειτονιές και πανηγύρια.Κάλτσες πουκάμισα κι άλλα ήδη ρουχισμού, είδη σπιτιού ακόμα και τρόφιμα αποτελούσαν το εμπόρευμά του. Οι πελάτες του, μόνιμοι ή ευκαιριακοί, ήταν κυρίως νοικοκυρές οι οποίες αγόραζαν ακόμα και είδη προικός για τα κορίτσια του σπιτιού , τα οποία αποπλήρωναν με δόσεις ή και με την γνωστή μέθοδο του τεφτεριού. Για μια καλή σταδιοδρομία στο επάγγελμα του μεταπράτη, χρειαζόταν ισχυρή διαπραγματευτική ικανότητα, αφού το παζάρι αποτελούσε χαρακτηριστικό της αγοραπωλησίας, και πολυλογία ώστε υπογραμμίζοντας ή και εφευρίσκοντας ανάγκες να προωθεί καλύτερα τα προϊόντα.
Νερουλάς ή Νεροκόπος
Τότε που η ΟΥΛΕΝ δεν υπήρχε ακόμα, ο γνωστός ολυμπιονίκης Σπύρος Λούης συνήθιζε να μεταφέρει νερό στα λίγα τότε σπίτια του Αμαρουσίου. Το επάγγελμά του ήταν νερουλάς , και έπρεπε να προμηθεύει με νερό την σταθερή του πελατεία.
Τον πρώτο καρό η μεταφορά του νερού γινόταν με τενεκέδες ή μπακιρένια γκιούμια. Ο νερουλάς γέμιζε τους τενεκέδες από την κεντρική βρύση , τους έδενε έπειτα σ’ ένα γυρτό ξύλο και τους κουβαλούσε στον ώμο.Ήταν δε στους δρόμους από το πρωί ώς το βράδυ αφού για να εξυπηρετήσει όλη του την πελατεία έκανε αμέτρητα δρομολόγια. Με τον καιρό βέβαια που οι ανάγκες πολλαπλασιάστηκαν, το νερό κουβαλούσε κάποιο ζώο , γαϊδούρι ή μουλάρι, το οποίο φόρτωνε με μεγάλα ξύλινα βαρέλια των 30 περίπου οκάδων. Στα βαρέλια υπήρχε και μια κάνουλα από την οποία γέμιζαν οι κανάτες του κάθε σπιτιού. Δεν έλειπαν βέβαια και οι νερουλάδες με τις βοϊδάμαξες, στις οποίες μετέφεραν βαρέλια των 100 οκάδων, πουλώντας το νερό με τον κουβά για οικιακή κυρίως χρήση...
Εφημεριδοπώλης
Εφημερίδες , εφημερίδες, έκτακτο παράρτημα, ο βασιλιάς..." έλεγαν οι πλανόδιοι εφημεριδοπώλες που περιφέρονταν στους δρόμους διατυμπανίζοντας τα νέα της ημέρας. Παραλάμβαναν τις εφημερίδες από τα Πρακτορεία Διανομής Τύπου και προωθούσαν την καθημερινή κυκλοφορία του ελληνικού τύπου περπατώντας στους κεντρικούς δρόμους της πόλης το. Εκτός από τους περαστικούς έκανε και την διανομή στα σπίτια, που αποτελούσαν και τους μόνιμους πελάτες του.
Το συνήθειο του εφημεριδοπώλης των αρχών του 20ού αιώνα να διαλαλεί την πραμάτεια του: το «Σκριπ», το «Άστυ», την «Ακρόπολη» αλλά και ενημερώνει για τα μεγάλα γεγονότα ήταν ένα κόλπο για να αυξάνει τις πωλήσεις του.
Αγωγιάτης ή κιρατζής
Οι πρόδρομοι των αυτοκινητιστών, ή αλλιώς αγωγιάτες εκτελούσαν επί πληρωμή ιδιωτικές μεταφορές εμπορευμάτων , διακινούσαν ταξιδιώτες, γιατρούς για επίσκεψη σε ασθενείς, κρατικούς λειτουργούς για την εκτέλεση της υπηρεσίας και φυσικά και προϊόντα.
Τις μεταφορές οι κιρατζήδες, όπως ονομάζονταν διαφορετικά, τις έκαναν συνήθως με μουλάρια μέχρι και την δεκαετία του '30 ενώ σε μερικές περιοχές μέχρι και τη δεκαετία του '50. Το επάγγελμα συνήθως εξασκούσαν οι ακτήμονες αγρότες των χωριών και των κωμοπόλεων ενώ παράλληλα μπορούσαν να εργάζονται και σε εργοστάσια, ελαιοτριβεία, ταλκορυχεία ή άλλες βιομηχανικές ζώνες.
Aρκουδιάρης
Με το όνομα αρκουδιάρης φερόταν συνήθως εκείνος που γυρνούσε τις περιοχές με την αρκούδα του, δίνοντας υπαίθριες παραστάσεις στην πλατεία της γειτονιάς τείνοντας στο τέλος το κασκέτο του για την καταβολή της πληρωμής. Κατάλοιπο του βάρβαρου αυτού επαγγέλματος είναι η αναπαράσταση του σε κάποιες περιοχές, όπως αυτή της Σάμου, κατά την περίοδο της Αποκριάς. Δύο άντρες, ο ένας υποδυόμενος τον αρκουδιάρη κι ό άλλος την αρκούδα φορώντας περιλαίμιο με αλυσίδα χορεύουν προς αστεϊσμό τον «αρκουδιάρικο» χορό, σε μίμηση κατά μελωδία και χορό εκείνου της αρκούδας.
Ο περιοδεύων υποψήφιος βουλευτής / πολιτευτής
Αυτό είναι δυστυχώς ένα "επάγγελμα" που θα έπρεπε να είχε εξαφανιστεί αλλά παραμένει ενεργό και δυστυχώς είναι ιδιαίτερα διαδεδόμενο τον τελευταίο καιρό. Οι υποψήφιοι αυτοί περιφέρονται από κόμμα σε κόμμα ανάλογα με τ' ανταλλάγματα που θα τους υποσχεθούν τα κομματικά επιτελεία, παρακάμπτοντας πολιτικά και ιδεολογικά πιστεύω. Οι μετακινήσεις αυτές έρχονται πολλές φορές παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις τους (βλ. Γκερέκου από ΠΑΣΟΚ σε Ν.Δ., Δαμανάκη από Συνασπισμό σε ΠΑΣΟΚ), προκαλώντας ακόμα και γέλιο από τη συχνότητα με την οποία γίνονται (βλ. Ιλχάν από ΠΑΣΟΚ στο πρώην κόμμα της Ντόρας από κει στην ΔΗΜΑΡ και από κει στο Ποτάμι ή Μπίστης από ΣΥΝ σε ΠΑΣΟΚ από κει στην ΔΗΜΑΡ και ύστερα πάλι στην Ελιά/ΠΑΣΟΚ). Εμείς για να κάνουμε την προσπάθειά τους πιο εύκολη τους δώσαμε μια λίστα από "δικαιολογίες" - που θα μπορούν να την χρησιμοποιήσουν κατά συνείδηση.
Τον πρώτο καρό η μεταφορά του νερού γινόταν με τενεκέδες ή μπακιρένια γκιούμια. Ο νερουλάς γέμιζε τους τενεκέδες από την κεντρική βρύση , τους έδενε έπειτα σ’ ένα γυρτό ξύλο και τους κουβαλούσε στον ώμο.Ήταν δε στους δρόμους από το πρωί ώς το βράδυ αφού για να εξυπηρετήσει όλη του την πελατεία έκανε αμέτρητα δρομολόγια. Με τον καιρό βέβαια που οι ανάγκες πολλαπλασιάστηκαν, το νερό κουβαλούσε κάποιο ζώο , γαϊδούρι ή μουλάρι, το οποίο φόρτωνε με μεγάλα ξύλινα βαρέλια των 30 περίπου οκάδων. Στα βαρέλια υπήρχε και μια κάνουλα από την οποία γέμιζαν οι κανάτες του κάθε σπιτιού. Δεν έλειπαν βέβαια και οι νερουλάδες με τις βοϊδάμαξες, στις οποίες μετέφεραν βαρέλια των 100 οκάδων, πουλώντας το νερό με τον κουβά για οικιακή κυρίως χρήση...
Εφημεριδοπώλης
Εφημερίδες , εφημερίδες, έκτακτο παράρτημα, ο βασιλιάς..." έλεγαν οι πλανόδιοι εφημεριδοπώλες που περιφέρονταν στους δρόμους διατυμπανίζοντας τα νέα της ημέρας. Παραλάμβαναν τις εφημερίδες από τα Πρακτορεία Διανομής Τύπου και προωθούσαν την καθημερινή κυκλοφορία του ελληνικού τύπου περπατώντας στους κεντρικούς δρόμους της πόλης το. Εκτός από τους περαστικούς έκανε και την διανομή στα σπίτια, που αποτελούσαν και τους μόνιμους πελάτες του.
Το συνήθειο του εφημεριδοπώλης των αρχών του 20ού αιώνα να διαλαλεί την πραμάτεια του: το «Σκριπ», το «Άστυ», την «Ακρόπολη» αλλά και ενημερώνει για τα μεγάλα γεγονότα ήταν ένα κόλπο για να αυξάνει τις πωλήσεις του.
Αγωγιάτης ή κιρατζής
Οι πρόδρομοι των αυτοκινητιστών, ή αλλιώς αγωγιάτες εκτελούσαν επί πληρωμή ιδιωτικές μεταφορές εμπορευμάτων , διακινούσαν ταξιδιώτες, γιατρούς για επίσκεψη σε ασθενείς, κρατικούς λειτουργούς για την εκτέλεση της υπηρεσίας και φυσικά και προϊόντα.
Τις μεταφορές οι κιρατζήδες, όπως ονομάζονταν διαφορετικά, τις έκαναν συνήθως με μουλάρια μέχρι και την δεκαετία του '30 ενώ σε μερικές περιοχές μέχρι και τη δεκαετία του '50. Το επάγγελμα συνήθως εξασκούσαν οι ακτήμονες αγρότες των χωριών και των κωμοπόλεων ενώ παράλληλα μπορούσαν να εργάζονται και σε εργοστάσια, ελαιοτριβεία, ταλκορυχεία ή άλλες βιομηχανικές ζώνες.
Aρκουδιάρης
Με το όνομα αρκουδιάρης φερόταν συνήθως εκείνος που γυρνούσε τις περιοχές με την αρκούδα του, δίνοντας υπαίθριες παραστάσεις στην πλατεία της γειτονιάς τείνοντας στο τέλος το κασκέτο του για την καταβολή της πληρωμής. Κατάλοιπο του βάρβαρου αυτού επαγγέλματος είναι η αναπαράσταση του σε κάποιες περιοχές, όπως αυτή της Σάμου, κατά την περίοδο της Αποκριάς. Δύο άντρες, ο ένας υποδυόμενος τον αρκουδιάρη κι ό άλλος την αρκούδα φορώντας περιλαίμιο με αλυσίδα χορεύουν προς αστεϊσμό τον «αρκουδιάρικο» χορό, σε μίμηση κατά μελωδία και χορό εκείνου της αρκούδας.
Ο περιοδεύων υποψήφιος βουλευτής / πολιτευτής
Αυτό είναι δυστυχώς ένα "επάγγελμα" που θα έπρεπε να είχε εξαφανιστεί αλλά παραμένει ενεργό και δυστυχώς είναι ιδιαίτερα διαδεδόμενο τον τελευταίο καιρό. Οι υποψήφιοι αυτοί περιφέρονται από κόμμα σε κόμμα ανάλογα με τ' ανταλλάγματα που θα τους υποσχεθούν τα κομματικά επιτελεία, παρακάμπτοντας πολιτικά και ιδεολογικά πιστεύω. Οι μετακινήσεις αυτές έρχονται πολλές φορές παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις τους (βλ. Γκερέκου από ΠΑΣΟΚ σε Ν.Δ., Δαμανάκη από Συνασπισμό σε ΠΑΣΟΚ), προκαλώντας ακόμα και γέλιο από τη συχνότητα με την οποία γίνονται (βλ. Ιλχάν από ΠΑΣΟΚ στο πρώην κόμμα της Ντόρας από κει στην ΔΗΜΑΡ και από κει στο Ποτάμι ή Μπίστης από ΣΥΝ σε ΠΑΣΟΚ από κει στην ΔΗΜΑΡ και ύστερα πάλι στην Ελιά/ΠΑΣΟΚ). Εμείς για να κάνουμε την προσπάθειά τους πιο εύκολη τους δώσαμε μια λίστα από "δικαιολογίες" - που θα μπορούν να την χρησιμοποιήσουν κατά συνείδηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου