Το ζήτημα των δανείων και των υπέρογκων τόκων τα οποία επιβάλονται σε αυτά είναι υπαρκτό εδώ και αρκετά χρόνια, ακόμα και προ κρίσης. Όπως ήταν όμως αναμενόμενο, με την επιβολή των Μνημονίων στην χώρα μας, το πρόβλημα γιγαντώθηκε. Θα περίμενε κανείς ότι με την παροχή κρατικών ενισχύσεων στις τράπεζες (για τις οποίες εξάλλου θα πάει η πλειοψηφία του πακέτου των 31,5 δις όταν έρθει όπως αναλύουμε εδώ), θα υπήρχε μια κάποια ρύθμιση προ όφελος αυτών που βρέθηκαν σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση από τις περικοπές και την ραγδαία αύξηση της ανεργίας. Δυστυχώς όμως η κυβέρνηση αποδεικνύεται κατώτερη των περιστάσεων αφού υπέκυψε στις πιέσεις των τραπεζιτών όπως φαίνεται στο ρεπορτάζ της εφημερίδας "Παρόν":
"H μοναδική, ίσως, ουσιαστική πρόταση για ελάφρυνση όσων εξυπηρετούν καταναλωτικά δάνεια και χορηγήσεις μέσω πιστωτικών καρτών με πολύ υψηλά επιτόκια κατάφεραν να «θάψουν» οι τραπεζίτες! Το σχέδιο ελάφρυνσης όσων εξυπηρετούν στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια, που ανακοινώθηκε από το υπουργείο Ανάπτυξης, είναι μόνο ένα... «πακέτο ημίμετρων» που εξυπηρετεί τις τράπεζες, αλλά δεν παρέχει σοβαρές «ανάσες» στους καταναλωτές ούτε και αντιμετωπίζει το τεράστιο πρόβλημα το οποίο δημιουργεί η κατάρρευση των αξιών των κατοικιών, σε επίπεδα πολύ χαμηλότερα από τα δάνεια που χορηγήθηκαν για την αγορά τους.
Σύμφωνα με πληροφορίες του «Π», στο πλαίσιο της συζήτησης των τραπεζιτών με το υπουργείο Ανάπτυξης για τα μέτρα ανακούφισης των δανειοληπτών, από την πλευρά του υπουργείου είχε διατυπωθεί μια ουσιαστική πρόταση για ελάφρυνση όσων εξυπηρετούν δάνεια καταναλωτικής πίστης με επιτόκια που ξεπερνούν και το 20%, όταν πρόκειται για χορηγήσεις μέσω καρτών: να ρυθμίζονται αυτά τα δάνεια υπό προϋποθέσεις, για όσους έχουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα, με επιτόκιο όχι υψηλότερο από το δικαιοπρακτικό, δηλαδή 6,5%.
Αυτό θα έδινε ουσιαστική ανακούφιση στους δανειολήπτες, αλλά θα αποτελούσε και μια «σιωπηλή» ευθυγράμμιση του θεσμικού πλαισίου με τη νομολογία των δικαστηρίων, που έχουν κατ' επανάληψη κρίνει παράνομα τα επιτόκια των καταναλωτικών δανείων, στο βαθμό που ξεπερνούν το δικαιοπρακτικό επιτόκιο δανεισμού μεταξύ των ιδιωτών. Οι τράπεζες αντέδρασαν με σφοδρότητα σε αυτήν την πρόταση, παρότι γνωρίζουν καλά ότι με τα τρέχοντα επιτόκια της καταναλωτικής πίστης τα προβληματικά δάνεια αυτής της κατηγορίας είναι αδύνατο να καλυφθούν από τους πελάτες τους και θα συνεχίσουν να αυξάνονται με ραγδαίους ρυθμούς. Το υπουργείο «συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις» της Ένωσης Τραπεζών και η πρόταση τέθηκε στο... χρονοντούλαπο.
Η τελική πρόταση που ανακοινώθηκε από το υπουργείο προβλέπει ρύθμιση μόνο στεγαστικών δανείων και ενυπόθηκων καταναλωτικών, με προϋποθέσεις που οδηγούν σε εξαίρεση των περισσότερων δανειοληπτών με οικονομικές δυσκολίες: για να επωφεληθούν από τη ρύθμιση θα πρέπει το εισόδημά τους να μην ξεπερνά τα 25.000 ευρώ, να έχει μειωθεί τουλάχιστον κατά 35% από το 2010, αλλά και η αξία του ακινήτου να μην ξεπερνά τα 180.000 ευρώ.
Ο ίδιος ο τρόπος ρύθμισης αυτών των δανείων παρέχει μόνο απατηλή ελάφρυνση των δανειοληπτών: για τέσσερα χρόνια θα πληρώνουν δόσεις μόνο για τους τόκους, με χαμηλό επιτόκιο (1,5%). Όμως, «κούρεμα» της αξίας του δανείου δεν προβλέπεται. Επιπλέον, μετά την πάροδο της τετραετίας, όσα έχει «χάσει» πρόσκαιρα η τράπεζα θα συνεχίσουν να βαρύνουν τον δανειολήπτη, αφού η διαφορά των τοκοχρεολυσίων της περιόδου χάριτος θα προστίθεται στο κεφάλαιο του δανείου, το οποίο θα πρέπει να εξυπηρετηθεί στο ακέραιο, με παράταση της διάρκειάς του.
Λογιστικά αυτή η λύση είναι επωφελής για τις τράπεζες, σε μια περίοδο όπου ένα στα πέντε στεγαστικά έχουν «κοκκινίσει»: τα δάνεια που θα ρυθμίζονται θα λογίζονται από τις τράπεζες ως κανονικά εξυπηρετούμενα και δεν θα υποχρεώνονται να σχηματίζουν πλήρεις προβλέψεις για επισφάλεια, μειώνοντας τα ίδια κεφάλαιά τους. Όμως, ο δανειολήπτης στο τέλος της περιόδου χάριτος, όπου δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα έχει καταφέρει να βελτιώσει θεαματικά την οικονομική του θέση, θα βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα ογκώδες δάνειο, που συνάφθηκε όταν είχε πολύ υψηλότερα εισοδήματα.
Επιπλέον, θα πρέπει να εξυπηρετήσει ένα δάνειο αστρονομικού ύψους, σε σχέση με την «καχεκτική» αξία που θα εξακολουθεί να έχει το ακίνητό του, ύστερα από τέσσερα χρόνια. Τα στεγαστικά δάνεια της «χρυσής περιόδου» 2004-2009 έχουν συναφθεί με βάση τις ιστορικά υψηλές τιμές των κατοικιών στην Ελλάδα («φούσκα» ακινήτων) και στις περισσότερες περιπτώσεις οι δανειολήπτες σήμερα καλούνται να εξυπηρετούν δάνεια πολύ μεγαλύτερα από την πραγματική αξία των ακινήτων. Σε άλλες χώρες (ΗΠΑ, Ισλανδία) η λύση που δόθηκε σε αυτό το πρόβλημα ήταν απλή: τα δάνεια «κουρεύτηκαν» για να ευθυγραμμισθούν με την αγοραία αξία των ακινήτων! Στην Ελλάδα τέτοιες λύσεις ούτε καν συζητούνται και απλώς το πρόβλημα επιχειρείται να «κλωτσηθεί» στο μέλλον, με μια λύση που απλώς προστατεύει τις τράπεζες από επισφάλειες και σχηματισμό προβλέψεων, παρατείνοντας, χωρίς ορατή διέξοδο, την αγωνία του δανειολήπτη.
Το σχέδιο του υπουργείου είναι εξαιρετικά άτολμο και όσον αφορά την εξαίρεση από τις προβλέψεις του όλων όσοι ασκούν ελεύθερο επάγγελμα, καθώς καλύπτονται μόνο οι μισθωτοί και οι «μπλοκάκηδες», που απασχολούνται μόνο σε ένα εργοδότη. Ο Δ. Σπυράκος, τέως γ.γ. Καταναλωτή, είχε παρουσιάσει πριν από μήνες μια ρύθμιση που θα επέτρεπε σε όσους ασκούν επάγγελμα, αλλά δεν απασχολούν περισσότερους από δύο υπαλλήλους, να ενταχθούν στις πρόνοιες του νόμου Κατσέλη. Αυτή η ρύθμιση «ενταφιάσθηκε» από τους τότε υπουργούς Οικονομικών και Εργασίας, Βενιζέλο και Κουτρουμάνη, ενώ και η νέα πρόταση του υπουργείου για τα στεγαστικά και τα ενυπόθηκα δάνεια εξαιρεί αυτήν την πολύ μεγάλη κατηγορία δανειοληπτών.
Μια «παγίδα» της ρύθμισης, που επισημαίνουν νομικοί με εμπειρία σε τραπεζικά θέματα, είναι το ενδεχόμενο να αποδεχθούν καταναλωτές, οι οποίοι εξυπηρετούν δάνεια χωρίς εξασφαλίσεις, να τα μετατρέψουν σε ενυπόθηκα, προκειμένου να υπαχθούν στην «ευνοϊκή» ρύθμιση.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, προειδοποιούν νομικοί, ο δανειολήπτης χάνει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει στα δικαστήρια τη νομιμότητα της οφειλής του (λόγω παράνομων επιτοκίων και καταχρηστικών χρεώσεων), ενώ, αν δεν καταφέρει να αποπληρώσει ομαλά το δάνειό του, κινδυνεύει με απώλεια αμέσως του ακινήτου του. «Η μετατροπή των καταναλωτικών δανείων χωρίς εξασφαλίσεις σε ενυπόθηκα είναι το όνειρο κάθε τραπεζίτη. Και η κυβέρνηση τους διευκολύνει να το πραγματοποιήσουν», λέει χαρακτηριστικά έμπειρος νομικός.
Με τη ρύθμιση, τέλος, προτείνεται η αναστολή των πλειστηριασμών ακινήτων για χρέη στις τράπεζες μέχρι και το τέλος του 2013. Αυτή η διευκόλυνση δεν έχει πολύ μεγάλη αξία για όσους χάνουν τις περιουσίες τους, αφού οι τράπεζες προχωρούν κανονικά τις διαδικασίες των κατασχέσεων, αλλά απλώς αναβάλλουν για το μέλλον το τελικό στάδιο, δηλαδή τον πλειστηριασμό..."
Και για να μην ξεχνιόμαστε... Μια πολύ ενδιαφέρουσα επισκόπηση για του τι σημαίνουν οι πρόσφατες αλλαγές στα εργασιακά, με την μορφή ερωταπαντήσεων μπορείτε να δείτε εδώ.
"H μοναδική, ίσως, ουσιαστική πρόταση για ελάφρυνση όσων εξυπηρετούν καταναλωτικά δάνεια και χορηγήσεις μέσω πιστωτικών καρτών με πολύ υψηλά επιτόκια κατάφεραν να «θάψουν» οι τραπεζίτες! Το σχέδιο ελάφρυνσης όσων εξυπηρετούν στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια, που ανακοινώθηκε από το υπουργείο Ανάπτυξης, είναι μόνο ένα... «πακέτο ημίμετρων» που εξυπηρετεί τις τράπεζες, αλλά δεν παρέχει σοβαρές «ανάσες» στους καταναλωτές ούτε και αντιμετωπίζει το τεράστιο πρόβλημα το οποίο δημιουργεί η κατάρρευση των αξιών των κατοικιών, σε επίπεδα πολύ χαμηλότερα από τα δάνεια που χορηγήθηκαν για την αγορά τους.
Σύμφωνα με πληροφορίες του «Π», στο πλαίσιο της συζήτησης των τραπεζιτών με το υπουργείο Ανάπτυξης για τα μέτρα ανακούφισης των δανειοληπτών, από την πλευρά του υπουργείου είχε διατυπωθεί μια ουσιαστική πρόταση για ελάφρυνση όσων εξυπηρετούν δάνεια καταναλωτικής πίστης με επιτόκια που ξεπερνούν και το 20%, όταν πρόκειται για χορηγήσεις μέσω καρτών: να ρυθμίζονται αυτά τα δάνεια υπό προϋποθέσεις, για όσους έχουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα, με επιτόκιο όχι υψηλότερο από το δικαιοπρακτικό, δηλαδή 6,5%.
Αυτό θα έδινε ουσιαστική ανακούφιση στους δανειολήπτες, αλλά θα αποτελούσε και μια «σιωπηλή» ευθυγράμμιση του θεσμικού πλαισίου με τη νομολογία των δικαστηρίων, που έχουν κατ' επανάληψη κρίνει παράνομα τα επιτόκια των καταναλωτικών δανείων, στο βαθμό που ξεπερνούν το δικαιοπρακτικό επιτόκιο δανεισμού μεταξύ των ιδιωτών. Οι τράπεζες αντέδρασαν με σφοδρότητα σε αυτήν την πρόταση, παρότι γνωρίζουν καλά ότι με τα τρέχοντα επιτόκια της καταναλωτικής πίστης τα προβληματικά δάνεια αυτής της κατηγορίας είναι αδύνατο να καλυφθούν από τους πελάτες τους και θα συνεχίσουν να αυξάνονται με ραγδαίους ρυθμούς. Το υπουργείο «συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις» της Ένωσης Τραπεζών και η πρόταση τέθηκε στο... χρονοντούλαπο.
Η τελική πρόταση που ανακοινώθηκε από το υπουργείο προβλέπει ρύθμιση μόνο στεγαστικών δανείων και ενυπόθηκων καταναλωτικών, με προϋποθέσεις που οδηγούν σε εξαίρεση των περισσότερων δανειοληπτών με οικονομικές δυσκολίες: για να επωφεληθούν από τη ρύθμιση θα πρέπει το εισόδημά τους να μην ξεπερνά τα 25.000 ευρώ, να έχει μειωθεί τουλάχιστον κατά 35% από το 2010, αλλά και η αξία του ακινήτου να μην ξεπερνά τα 180.000 ευρώ.
Ο ίδιος ο τρόπος ρύθμισης αυτών των δανείων παρέχει μόνο απατηλή ελάφρυνση των δανειοληπτών: για τέσσερα χρόνια θα πληρώνουν δόσεις μόνο για τους τόκους, με χαμηλό επιτόκιο (1,5%). Όμως, «κούρεμα» της αξίας του δανείου δεν προβλέπεται. Επιπλέον, μετά την πάροδο της τετραετίας, όσα έχει «χάσει» πρόσκαιρα η τράπεζα θα συνεχίσουν να βαρύνουν τον δανειολήπτη, αφού η διαφορά των τοκοχρεολυσίων της περιόδου χάριτος θα προστίθεται στο κεφάλαιο του δανείου, το οποίο θα πρέπει να εξυπηρετηθεί στο ακέραιο, με παράταση της διάρκειάς του.
Λογιστικά αυτή η λύση είναι επωφελής για τις τράπεζες, σε μια περίοδο όπου ένα στα πέντε στεγαστικά έχουν «κοκκινίσει»: τα δάνεια που θα ρυθμίζονται θα λογίζονται από τις τράπεζες ως κανονικά εξυπηρετούμενα και δεν θα υποχρεώνονται να σχηματίζουν πλήρεις προβλέψεις για επισφάλεια, μειώνοντας τα ίδια κεφάλαιά τους. Όμως, ο δανειολήπτης στο τέλος της περιόδου χάριτος, όπου δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα έχει καταφέρει να βελτιώσει θεαματικά την οικονομική του θέση, θα βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα ογκώδες δάνειο, που συνάφθηκε όταν είχε πολύ υψηλότερα εισοδήματα.
Επιπλέον, θα πρέπει να εξυπηρετήσει ένα δάνειο αστρονομικού ύψους, σε σχέση με την «καχεκτική» αξία που θα εξακολουθεί να έχει το ακίνητό του, ύστερα από τέσσερα χρόνια. Τα στεγαστικά δάνεια της «χρυσής περιόδου» 2004-2009 έχουν συναφθεί με βάση τις ιστορικά υψηλές τιμές των κατοικιών στην Ελλάδα («φούσκα» ακινήτων) και στις περισσότερες περιπτώσεις οι δανειολήπτες σήμερα καλούνται να εξυπηρετούν δάνεια πολύ μεγαλύτερα από την πραγματική αξία των ακινήτων. Σε άλλες χώρες (ΗΠΑ, Ισλανδία) η λύση που δόθηκε σε αυτό το πρόβλημα ήταν απλή: τα δάνεια «κουρεύτηκαν» για να ευθυγραμμισθούν με την αγοραία αξία των ακινήτων! Στην Ελλάδα τέτοιες λύσεις ούτε καν συζητούνται και απλώς το πρόβλημα επιχειρείται να «κλωτσηθεί» στο μέλλον, με μια λύση που απλώς προστατεύει τις τράπεζες από επισφάλειες και σχηματισμό προβλέψεων, παρατείνοντας, χωρίς ορατή διέξοδο, την αγωνία του δανειολήπτη.
Το σχέδιο του υπουργείου είναι εξαιρετικά άτολμο και όσον αφορά την εξαίρεση από τις προβλέψεις του όλων όσοι ασκούν ελεύθερο επάγγελμα, καθώς καλύπτονται μόνο οι μισθωτοί και οι «μπλοκάκηδες», που απασχολούνται μόνο σε ένα εργοδότη. Ο Δ. Σπυράκος, τέως γ.γ. Καταναλωτή, είχε παρουσιάσει πριν από μήνες μια ρύθμιση που θα επέτρεπε σε όσους ασκούν επάγγελμα, αλλά δεν απασχολούν περισσότερους από δύο υπαλλήλους, να ενταχθούν στις πρόνοιες του νόμου Κατσέλη. Αυτή η ρύθμιση «ενταφιάσθηκε» από τους τότε υπουργούς Οικονομικών και Εργασίας, Βενιζέλο και Κουτρουμάνη, ενώ και η νέα πρόταση του υπουργείου για τα στεγαστικά και τα ενυπόθηκα δάνεια εξαιρεί αυτήν την πολύ μεγάλη κατηγορία δανειοληπτών.
Μια «παγίδα» της ρύθμισης, που επισημαίνουν νομικοί με εμπειρία σε τραπεζικά θέματα, είναι το ενδεχόμενο να αποδεχθούν καταναλωτές, οι οποίοι εξυπηρετούν δάνεια χωρίς εξασφαλίσεις, να τα μετατρέψουν σε ενυπόθηκα, προκειμένου να υπαχθούν στην «ευνοϊκή» ρύθμιση.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, προειδοποιούν νομικοί, ο δανειολήπτης χάνει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει στα δικαστήρια τη νομιμότητα της οφειλής του (λόγω παράνομων επιτοκίων και καταχρηστικών χρεώσεων), ενώ, αν δεν καταφέρει να αποπληρώσει ομαλά το δάνειό του, κινδυνεύει με απώλεια αμέσως του ακινήτου του. «Η μετατροπή των καταναλωτικών δανείων χωρίς εξασφαλίσεις σε ενυπόθηκα είναι το όνειρο κάθε τραπεζίτη. Και η κυβέρνηση τους διευκολύνει να το πραγματοποιήσουν», λέει χαρακτηριστικά έμπειρος νομικός.
Με τη ρύθμιση, τέλος, προτείνεται η αναστολή των πλειστηριασμών ακινήτων για χρέη στις τράπεζες μέχρι και το τέλος του 2013. Αυτή η διευκόλυνση δεν έχει πολύ μεγάλη αξία για όσους χάνουν τις περιουσίες τους, αφού οι τράπεζες προχωρούν κανονικά τις διαδικασίες των κατασχέσεων, αλλά απλώς αναβάλλουν για το μέλλον το τελικό στάδιο, δηλαδή τον πλειστηριασμό..."
Και για να μην ξεχνιόμαστε... Μια πολύ ενδιαφέρουσα επισκόπηση για του τι σημαίνουν οι πρόσφατες αλλαγές στα εργασιακά, με την μορφή ερωταπαντήσεων μπορείτε να δείτε εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου