Τηρώντας την υπόσχεσή μας, σας παρουσιάζουμε μια πρώτη γεύση από τη σωρεία σκανδάλων που έγιναν κατά τη διάρκεια της 7ετούς δικτατορίας (1967-1974) στην χώρα μας. Αυτό το δημοσιεύουμε ως απάντηση σε εκείνους που "αγιοποιούν" τους δικτάτορες, παρουσιάζοντάς τους ως εθνοσωτήρες...
Έτσι έχουμε και λέμε: προτού καλά- καλά προλάβουν να ... ζεστάνουν τις καρέκλες των πολιτικών αξιωμάτων που κατέλαβαν, οι συνταγματάρχες νομοθέτησαν την αύξηση των αποδοχών τους. Σχεδόν διπλασίασαν τον πρωθυπουργικό μισθό: Από τις 23.600 τον ανέβασαν στις 45.000 δρχ, προς μεγάλη χαρά του πρώτου χουντικού πρωθυπουργού, του Κωνσταντίνου Κόλλια. Ο ίδιος ο Γιώργος Παπαδόπουλος ανέλαβε πρωθυπουργικά καθήκοντα αργότερα, το Δεκέμβριο του 1967.
Με την ίδια ρύθμιση αυξήθηκαν οι αποδοχές των υπουργών και υφυπουργών, από τις 22.400 στις 35.000 δρχ. Θεσπίστηκαν επίσης και ημερήσια «εκτός έδρας»- χίλιες δρχ για τον πρωθυπουργό και 850 για υπουργούς και υφυπουργούς.
Πρώτο «ορόσημο»: Σαν ... έτοιμοι από καιρό, οι «εθνοσωτήρες» υπέγραψαν την πρώτη τους τερατώδη σύμβαση, προτού καν συμπληρωθεί μήνας από το πραξικόπημα – ναι, τέτοια αδημονία είχαν! Τη Δευτέρα, 15 Μαΐου 1967 ανέθεσαν στην αμερικανική εταιρεία Litton το ακαθόριστο έργο της παροχής «υπηρεσιών οργανώσεως και διεκπεραιώσεως της οικονομικής αναπτύξεως», κάπου στην Κρήτη και τη Δυτική Πελοπόννησο.
Υποτίθεται ότι η εταιρεία θα φρόντιζε να γίνουν επενδύσεις ύψους 840 εκατομμυρίων δολαρίων για 12 χρόνια. Το ελληνικό δημόσιο της έδωσε ως προκαταβολή 1, 2 εκ. δολάρια και ανέλαβε τις εξής υποχρεώσεις: Να καλύψει όσα έξοδα θα έκανε η Litton για να «αναπτυξιακό της έργο» συν 11% ως ποσοστό κέρδους, αλλά να εξασφαλίσει και προμήθεια 2% επί της αξίας κάθε επένδυσης, από αυτές που θα «έφερνε» η εταιρεία.
Ίδια, περίπου, ρύθμιση για τη Litton είχε προωθήσει στη Βουλή το 1966 μια από τις «κυβερνήσεις των αποστατών» – εκείνη του Στεφανόπουλου. Οι αντιδράσεις των άλλων πολιτικών δυνάμεων, όμως, ακύρωσαν το εγχείρημα, το Σεπτέμβριο του έτους εκείνου. Για την ακρίβεια, το ανέβαλαν για οκτώ μήνες.
Τι έκανε στην ουσία η Litton, αξιοποιώντας την προσφορά της χούντας προς αυτήν; Δεν προσέλκυε επενδυτές, δήλωνε όμως έξοδα και πληρωνόταν από το ελληνικό κράτος! Εμπράκτως η ίδια η χούντα αναγνώρισε το φιάσκο της ανάθεσης, τερματίζοντας την ισχύ της σύμβασης, την Τετάρτη, 15 Οκτωβρίου 1969 (ΦΕΚ 1969/Α/268). Όμως – όλα κι όλα- η Litton πήρε και το επιπρόσθετο 11% επί των δηλωθέντων εξόδων της!
Η επίσημη εξήγηση του καθεστώτος για λύση της σύμβασης; «Αι ελληνικαί υπηρεσίαι είναι εις θέσιν να συνεχίσουν άνευ ειδικής βοηθείας τας προσπαθείας δια την ανάπτυξιν»... Αυτό που η χούντα ομολόγησε εμπράκτως, νωρίτερα το είχε δηλώσει ευθαρσώς στο περιοδικό «Ramparts» ο Ρόμπερτ Αλαν, υπεύθυνος του γραφείου της εταιρείας στην Αθήνα: «Τα κέρδη μας είναι ασφαλώς μεγάλα, διότι ουσιαστικά δεν κάνουμε εμείς επενδύσεις».
Ο Αλαν είχε κάθε λόγο να συμπαθεί το δικτατορικό καθεστώς και ουδέποτε έκρυψε αυτή του την ...αγάπη. Όταν κάποτε κλήθηκε να σχολιάσει τα βασανιστήρια και τις διώξεις σε βάρος των αντιφρονούντων, είπε: «Οι περισσότεροι εξόριστοι και φυλακισμένοι ζουν σε νησιά, όπως είναι η Καταλίνα (σ.σ. θέρετρο στην Καλιφόρνιας). Είναι ελεύθεροι να πηγαίνουν και να έρχονται. Αναπνέουν καθαρό αέρα, βρίσκονται κάθε μέρα σε ωραίο ηλιόλουστο περιβάλλον και απλώς δεν έχουν επικοινωνία με τον έξω κόσμο».
Δεύτερο «ορόσημο»: Το Σάββατο, 14 Δεκεμβρίου 1968, ο Παπαδόπουλος ανακοίνωσε ότι κατέφθασε η ώρα να εκπληρώσει η «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» μια υπόσχεση, την οποία είχε δώσει προς τον Θεό η ...Δ΄ Εθνοσυνέλευση που πραγματοποιήθηκε στο Άργος το 1829: Την ανέγερση ενός μεγαλοπρεπούς ναού του Σωτήρος. Ως τόπος ορίστηκαν τα Τουρκοβούνια. Το «Τάμα», όπως καθιερώθηκε να λέγεται, αντιπροσώπευε στο έπακρο τη μεγαλομανία του καθεστώτος. «Θα αποτελέσει, μετά την οικοδόμησίν του, το τρίτο αρχιτεκτονικό οικοδόμημα των Αθηνών, μετά τον κλασσικό Παρθενώνα και τον Βυζαντινό Λυκαβηττό», έγραφε η «Ηχώ των Ενόπλων Δυνάμεων» τον Ιούνιο του 1973. Μέχρι τότε, δεν είχαν γίνει καν τα οριστικά σχέδια του έργου. Κι ούτε θα γίνονταν ποτέ...
Τι ακριβώς συνέβαινε με το «Τάμα»; Γιατί ... δεν χτιζόταν τίποτα, επί χρόνια; Από τη δύση του '68 η χουντική προπαγάνδα είχε αρχίσει να διαφημίζει περιπτώσεις ανθρώπων, οι οποίοι κατέθεταν για αυτόν τον «ιερό σκοπό» τον οβολό τους. Τον Μάιο του '69 συγκροτήθηκε και μια «Ανώτατη Επιτροπή», με πρόεδρο τον πρωθυπουργό Παπαδόπουλο και μέλη τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο και πέντε υπουργούς. Ανάμεσά τους, ο Παττακός (Εσωτερικών) και ο Μακαρέζος (Συντονισμού). Εν ολίγοις, ολόκληρη η κορυφαία χουντική «τριανδρία» επέβλεπε τα του έργου, έχοντας την αρωγή – πέραν των άλλων υπουργών- και ενός «Γνωμοδοτικού Συμβουλίου», που το απάρτιζαν πρυτάνεις, ακαδημαϊκοί, ο δήμαρχος Δημ. Ρίτσος και άλλοι παράγοντες. Από τον Ιούνιο του '69 επέβλεπαν και το «Ειδικό Ταμείο» που συστάθηκε τότε, για την οικονομική διαχείριση του έργου.
Μυστήριο κάλυπτε τα του «Τάματος», μέχρι τον Ιανουάριο του '74. Τότε δημοσιεύθηκε ο απολογισμός του «Ειδικού Ταμείου». Αυτό δεν ήταν «Τάμα», ήταν ...θάμα. Στο «Ταμείο» είχαν εισρεύσει 453, 3 εκατομμύρια δρχ, εκ των οποίων είχαν εξαφανιστεί τα 406 εκατομμύρια! Όλα αυτά δαπανήθηκαν – υποτίθεται- για απαλλοτριώσεις, «προπαρασκευαστικά έργα», «μελέτες», εργασίες «διοικήσεως και λειτουργίας»... Από τη συνολική «αποταμίευση» των 453, 3 εκατομμυρίων, τα 230 ήταν δάνεια. Τα 180 προήλθαν από εισφορές και δωρεές, τμήμα των οποίων κάλυψαν φορείς του Δημοσίου – πχ η Αγροτική Τράπεζα έδωσε 10 εκατομμύρια. Τα υπόλοιπα 43, 3 εκατομμύρια ήταν «επιχορήγηση» από τον τακτικό προϋπολογισμό.
Την αχαλίνωτη διασπάθιση δημοσίου χρήματος την υπογραμμίζει ένα ακόμη στοιχείο: Στην τριετία 1970 -73 έγιναν τρεις διαγωνισμοί για «προσχέδια» του «Τάματος». Απέτυχαν παταγωδώς και κηρύχθηκαν άγονοι. Ελάχιστοι αρχιτέκτονες ενδιαφέρθηκαν και κατέθεσαν προτάσεις, μολονότι τα αντίστοιχα χρηματικά βραβεία ήταν άκρως χορταστικά. Συνολικά, στην τριετία υποβλήθηκαν 73 προτάσεις, καμία όμως δεν κρίθηκε ικανοποιητική. Κι όμως, μοιράστηκε – μαζί με τους επαίνους για τις σχετικές προσπάθειες- το ποσό των 3.650.000 δρχ. Ποσό που υπερέβαινε ... 900 φορές το μέσο μισθό ενός εργαζόμενου στον ιδιωτικό τομέα.
Ήταν αδύνατον φυσικά να υπολογιστεί πόσοι ... αστέρες του καθεστώτος έλαβαν μέρος – με τους ευνοούμενούς τους- σε αυτό το τρομακτικών διαστάσεων φαγοπότι. Την «επίβλεψη» πάντως την είχε - όπως προείπαμε- σύσσωμη η ... αφρόκρεμα του καθεστώτος. Εάν υποτεθεί ότι το «Τάμα» κλήθηκε να άρει ... μια εκκρεμότητα 139 ετών (1829 – 1968), τότε το ποσό που εξαφάνισαν τα αρπαχτικά της χούντας αντιστοιχεί σχεδόν σε τρία εκατομμύρια δρχ για κάθε χαμένο χρόνο! Καθόλου άσχημα...Κάποιοι ενδεχομένως διερωτώνται πώς «βγήκαν στη φόρα» τα οικονομικά στοιχεία του «Τάματος», προτού καταρρεύσει η χούντα. Η απάντηση είναι απλή: Είχε ήδη αποκαθηλωθεί - προ δυο μηνών- ο Παπαδόπουλος κι ο Ιωαννίδης δεν είχε κανένα λόγο να κρύβει τη «φαυλοκρατία» των «άλλων».
Τρίτο «ορόσημο»: Το 1969 φαίνεται πως οι ... μίζες της Litton είχαν ξεκοκαλιστεί. Ήταν λοιπόν ώρα για μία ακόμη μεγάλη, αποικιοκρατική σύμβαση, απ' αυτές που όταν υπογράφονται τρία τινά μπορεί να «μαρτυρούν» για τους διαχειριστές δημόσιου χρήματος: Αν δεν είναι ηλίθιοι, αν δεν νιώθουν - για κάποιο λόγο- εξαναγκασμένοι, τότε σίγουρα κάτι άλλο περιμένουν. Οι δυο τελευταίες εκδοχές φυσικά μπορούν να συνυπάρξουν...
Ο Μακαρέζος υπέγραψε με τον εργολάβο Ρόμπερτ Μακντόναλντ, από τις ΗΠΑ, σύμβαση για την κατασκευή της Εγναντίας Οδού (ΦΕΚ 1969/Α/15). Ποια ήταν η κατάληξη; Ο Αμερικανός πήρε τα μπογαλάκια του κι έφυγε, ενώ το Δημόσιο είχε επιβαρυνθεί σε βαθμό απίστευτο.
Μοιραίο ήταν να συμβεί αυτό. Το έργο υπολογίστηκε στα 150 εκ. δολάρια, εκ των οποίων σχεδόν το 1/3 θα το κάλυπτε το ελληνικό κράτος. Οι ... χακί φύλαρχοι της στρατοκρατούμενης ελληνικής Μπανανίας, όμως, δεν χαλιναγώγησαν τη γαλαντομία τους. Εγγυήθηκαν τα δάνεια του Μακντόναλντ, τον «διευκόλυναν» με αμέτρητα ομόλογα, του έδωσαν 4, 5 εκ. δολάρια ως προκαταβολή και όρισαν την αμοιβή του επί των εξόδων, συνυπολογίζοντας σε αυτά τη χρηματοδότηση του ... Δημοσίου!
Το φοβερό ήταν ότι θα διεκπεραίωναν το έργο γηγενείς υπερεργολάβοι – ο Αμερικανός απλώς θα μεριμνούσε για μελέτες και δάνεια.Εάν ο Μακντόλαντ διαπίστωνε πως δεν επαρκούσαν τα 150 εκ. δολάρια, είχε δυο επιλογές. Να ψάξει για περισσότερα ή «να θεωρηθή εκτελέσας την σύμβασιν άμα τη συμπληρώσει της κατασκευής τμήματος της οδού, ούτινος η αξία ανέρχεται εις 150 εκ. δολάρια».
Ο Μακντόναλντ δεν εξασφάλισε καμία χρηματοδότηση – ίσως να μην είχε και λόγους να το κάνει. Αποχαιρέτησε, λέγοντας ίσως νοερά κάποιο «thanks folks» για τα 4, 8 εκ. δολάρια συν τα 33, 4 εκ. σε ομόλογα ελληνικού δημοσίου που πρόλαβε να τσεπώσει.
Τέταρτο «ορόσημο»: Το 1970 οι δικτάτορες θεσμοθέτησαν τη στεγαστική αποκατάσταση «αξιωματικών διαδραματισάντων εξέχοντα ρόλον» στο πραξικόπημα. Διότι, καλοί οι μισθοί, καλά τα αξιώματα και τα ρουσφέτια, αλλά αν δεν είχες – βρε αδελφέ- ένα εγγυημένο, καλό κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου, κινδύνευες. Θα σε πετύχαινε ο αναρχο- κομμουνισμός «ασκεπή» και θα σου άνοιγε το κεφάλι...
Πέμπτο «ορόσημο»: Περίοδος εορτών ήταν, οι «εθνοσωτήρες» αποφάσισαν – ίσως εν όψει πρωτοχρονιάς - να κάνουν άλλο ένα καλό δώρο στον εαυτό τους. Καλό και ωφέλιμο στο ... διηνεκές – έτσι τουλάχιστον ήλπιζαν. Την Τετάρτη, 30 Δεκεμβρίου 1970, νομοθέτησαν τα «περί ευθύνης υπουργών». Μεταβατική διάταξη (παρ. 48) του ΝΔ 802 όριζε ότι δεν μπορούσε να ασκηθεί δίωξη εναντίον υπουργού ή υφυπουργού της δικτατορίας, παρά μόνο εάν το αποφάσιζαν οι ... συνάδελφοί του. Για να έχουν απολύτως ήσυχο το κεφάλι τους, οι συνταγματάρχες συμπεριέλαβαν κάτι ακόμη στη ρύθμιση: «Παρέγραψαν» όλα τα εγκλήματα, «δια τα οποία δεν ησκήθη ποινική δίωξις μέχρι της ημέρας συγκλήσεως» κάποιας Βουλής, μελλοντικής.
Εάν επιτύγχανε το κατοπινό εγχείρημα της λεγόμενης «φιλελευθεροποίησης», με τον Μαρκεζίνη και τις ελεγχόμενες εκλογές, κατά πάσα βεβαιότητα θα επιβίωνε αυτή η ασυλία που πρόσφεραν στην αφεντιά τους οι συνταγματάρχες. Δυστυχώς για αυτούς, έπειτα από την εξέγερση του Πολυτεχνείου κατέστη ανέφικτη η «μετάσταση» τέτοιων χουντικών θεσμών στο κοινοβουλευτικό τοπίο.
Έκτο «ορόσημο»: Ήταν Μάιος του 1972, όταν η χούντα απάλλαξε τον ελληνοαμερικανό επιχειρηματία Τομ Πάππας από τις αντισταθμιστικές υποχρεώσεις, για έξι αγροτοβιομηχανικές μονάδες σε διάφορες περιοχές της χώρας (ΦΕΚ 1972/Α/72).
Αυτό ήταν το δεύτερο χατίρι των συνταγματαρχών προς τον Πάππας. Το πρώτο – πιθανότατα και το μεγαλύτερο – είχε γίνει τέσσερα χρόνια νωρίτερα (ΦΕΚ 1968/Α/201). Ήταν το «πράσινο φως» για τα εργοστάσια εμφιάλωσης της Coca- Cola, το οποίο είχαν αρνηθεί να «ανάψουν» οι προδικτατορικές κυβερνήσεις, θεωρώντας το συγκεκριμένο σχέδιο του επιχειρηματία άκρως ανταγωνιστικό προς την εγχώριο παραγωγή αναψυκτικών.
Ο Πάππας είχε απασχολήσει και για άλλο λόγο, εντονότατα, το ελληνικό πολιτικό σύστημα πριν από το πραξικόπημα: Η Ένωση Κέντρου και η ΕΔΑ είχαν καταγγείλει ως προνομιακούς ... μέχρι αηδίας τους όρους της επένδυσης που είχε κάνει στη Θεσσαλονίκη, με το διυλιστήριο της ESSO, το '62. Το φθινόπωρο του '64, μάλιστα, η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου επέβαλλε στον Πάππας τροποποίηση της συγκεκριμένης σύμβασης.
Ο Τομ Πάππας ήταν διαπρύσιος υποστηρικτής της χούντας. Τόσο γρήγορα συντελέστηκε η μεταξύ τους οικονομική – πολιτική διαπλοκή, ώστε το 1967, στην κυβέρνηση Κόλλια , διορίστηκε υπουργός Δημόσιας Τάξης ένας προσωπάρχης του επιχειρηματία, ο Παύλος Τοτόμης. Στη συνέχεια ο Τοτόμης ανέλαβε καθήκοντα προέδρου της ΕΤΒΑ. Ο Τομ Πάππας ήταν παράλληλα υποστηρικτής και βασικός χρηματοδότης της προεκλογικής εκστρατείας του Νίξον, για τις αμερικανικές εκλογές του 1968.
«Παράλληλα»; ....Όχι ακριβώς. Κατά τα φαινόμενα ο Πάππας βρήκε τρόπο να ενώσει τις δυο μεγάλες ... συμπάθειές του, την ελληνική χούντα και το Νίξον. Με δεσμούς ... χρήματος. Κάτι πολύ ενδιαφέρον κατέθεσε στο αμερικανικό Κογκρέσο ο Έλληνας δημοσιογράφος Ηλίας Δημητρακόπουλος, που ζούσε στην Ουάσιγκτον: Ότι η χούντα ενίσχυσε το ταμείο της προεκλογικής εκστρατείας του Νίξον με 549.000 δολάρια. Μετρητά, ζεστά- ζεστά... Είχαν «ζεσταθεί» από τη συνεχή κίνηση!
Τα χρήματα αυτά τα είχε διοχετεύσει η CIA στην ΚΥΠ, με σκοπό να «αναβαθμιστεί» η δράση της ελληνικής Υπηρεσίας, να γίνει πιο αποτελεσματικό το αντικομουνιστικό της έργο, κλπ. Στη συνέχεια, κατ' εντολή Παπαδόπουλου και με μοχλό το Ρουφογάλη, γινόταν η «ανακύκλωση» και τα χρήματα όδευαν προς το Νίξον.
Έβδομο «ορόσημο»: Πέμπτη, 21 Σεπτεμβρίου 1972. Ο Παττακός έδωσε εντολή να «διατεθούν το ταχύτερον εις την κατανάλωσιν» τα κρέατα. Ποια κρέατα; Της Αργεντινής. Αυτά που «μαύριζαν», αυτά που θα «ξέμεναν». Τα γνωστά και ως «κρέατα Μπαλόπουλου». Μαζί με το «Τάμα», ίσως το πιο ... εμβληματικό σκάνδαλο της χούντας! Ο Μιχάλης Μπαλόπουλος ήταν υφυπουργός Εμπορίου. Αυτός κι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου, ο Ζαφείρης Παπαμιχαλόπουλος, κάθισαν στο εδώλιο για το σκάνδαλο των κρεάτων. Σκάνδαλο ... πολυεπίπεδο, με κατηγορητήριο πλούσιο!
Η σοβαρότερη κατηγορία σε βάρος των δυο, ήταν πως χρηματίζονταν «κατά συρροήν» από μεγαλέμπορους της Ροδεσίας που επεδίωκαν να αποκτήσουν μονοπωλιακά προνόμια στην εισαγωγή κρέατος. Αποτέλεσμα της συγκέντρωσης αδειών εισαγωγής σε χέρια λίγων ήταν οι ανατιμήσεις στις τιμές του κρέατος – ίσως, ακόμη, οι ευνοημένοι έμποροι να ήθελαν έτσι να καλύπτουν και τα έξοδα των δωροδοκιών...
Απαγορεύτηκε, επίσης, για κάποιο διάστημα η διάθεση ντόπιου κρέατος, ώστε να προωθηθούν στην αγορά τα προβληματικά, εκείνα της Αργεντινής. Η προαναφερθείσα εντολή του Παττακού ήταν γραπτή και αναγνώστηκε στο δικαστήριο. Ο Μπαλόπουλος καταδικάστηκε τον Ιούνιο του '74 σε ποινή φυλάκισης 3, 5 ετών, η οποία μειώθηκε σε 14 μήνες το 1976. Το σκάνδαλο των κρεάτων ήταν το μοναδικό που «έστειλε» στο εδώλιο αξιωματούχους της χούντας, προτού καταρρεύσει η χούντα. Η εξήγηση είναι η ίδια με εκείνη, για τη δημοσιοποίηση των ατασθαλιών του «Τάματος»: Ο Ιωαννίδης επιθυμούσε να καταδείξει ότι ήταν αναγκαία, από ηθικής πλευράς, η ανατροπή του Παπαδόπουλου. Κάπως έτσι έμεινε στην ... Ιστορία το όνομα του Μπαλόπουλου, τον οποίον περιέβαλαν επίσης επίμονες φήμες για ατασθαλίες στον ΕΟΤ, όταν ήταν γραμματέας του οργανισμού. Το σκάνδαλο των κρεάτων ενέπνευσε και τους ... φιλάθλους. Εάν κάποιος ποδοσφαιριστής δεν απέδιδε καλά, η κερκίδα τον αποκαλούσε με ευκολία «βόδι Αργεντινής» ή «κρέας του Μπαλόπουλου».
Μέσα σε αυτή τη ... θύελλα των σκανδάλων, φάνταζαν «παρωνυχίδες» ήσσονος σημασίας οι απ' ευθείας αναθέσεις – χωρίς διαγωνισμούς- έργων σε διάφορες εταιρείες, καθώς και τα χαριστικά δάνεια που δόθηκαν σε σειρά υποστηρικτών του "καθεστώτος" (τα περίφημα "θαλασσοδάνεια"), τα οποία γεμίζουν βιβλία. Όσο για τη «λιτή» ζωή που έκαναν οι συνταγματάρχες και οι δικοί τους άνθρωποι, θα άξιζε τον κόπο να διαβάσει κανείς τις εξιστορήσεις της Ντέλλας Ρουφογάλη, τόσο για τη δική της ντόλτσε βίτα, όσο και για τη χλιδή της διαμονής της ίδιας και της Δέσποινας Παπαδοπούλου στο Παρίσι, όταν – κάποια στιγμή- το επισκέφθηκαν οι δύο τους.
Για την συνηθισμένη εν Ελλάδι ζωή της, η Ντέλλα Ρουφογάλη έχει πει:
«Αρχίζω να ράβω την καινούρια μου γκαρνταρόμπα στους μετρ της ραπτικής για τους οποίους μέχρι τώρα έκανα επιδείξεις. Η ζωή μου έχει αλλάξει τελείως, το ίδιο και η συμπεριφορά όλων απέναντί μου. Μου φέρονται με έκδηλο σεβασμό και τα κομπλιμέντα τους είναι υπερβολικά. Αλλά μου αρέσει. Εγώ εξακολουθώ να φέρομαι φιλικά προς τους παλιούς γνωστούς και τους καινούριους, πλούσιους φιλοχουντικούς επιχειρηματίες που πληθαίνουν μέρα με τη μέρα μαζί με τα ραβασάκια για ρουσφέτια. Αισθάνομαι πως έχω υποχρέωση να εξυπηρετήσω τους πάντες. Ο Μιχάλης συνήθως δεν αρνείται. Γεύομαι τη δύναμη της εξουσίας, και με μαγεύει»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου