Το ελληνικό επιχειρείν είναι γεμάτο παραδείγματα εταιρειών που βρέθηκαν να μετατρέπονται - σε μικρό χρονικό διάστημα - από παραδείγματα επιχειρηματικής διαχείρησης και λειτουργίας σε "σκιές" του παλιού εαυτού τους, οδηγούμενες στην πτώχευση ή στην εξαγορά. Η Πίτσος εξαγοράστηκε και έκλεισε τα εργοστάσια της στην χώρα μας, η Ελαϊς οδηγήθηκε στην απαξίωση και στο φούντο, ενώ ολόκληρος ο τομέας της αμυντικής βιομηχανίας (με προεξάρχουσα την ΕΛΒΟ) βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Για να μην πούμε για την Follie-Follie, την ΛΑΡΚΟ, τις εταιρείες που εμπορεύονταν σπάνια πετρώματα (βλέπε ζεόλιθος) ή ακόμα και τη μεγάλη πλειοψηφία των ελληνικών γαλακτοβιομηχανιών που κατέληξαν να χρησιμοποιούν γάλα-σκόνη για να αυξήθουν τα περιθώρια κέρδους τους!
Τη δε περίοδο της κρίσης οι απώλειες ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο, με μεγάλα ονόματα να εξαφανίζονται για πάντα:
Η αρτοβιομηχανία Κατσέλης, η οποία το 2007 μετονομάστηκε σε Nutriart όταν εξαγοράσθηκε από τον όμιλο Γ. Δαυίδ, πτώχευσε το 2013 παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες της ιδιοκτησίας και των τραπεζών να βρεθεί μία λύση. Η διοίκηση απέδωσε το τέλος της εταιρείας στην ύφεση και στις τεράστιες καθυστερήσεις από πλευράς των πιστωτριών τραπεζών να ρυθμίσουν τα δάνεια της επιχείρησης.Η Ατλάντικ, η πέμπτη μεγαλύτερη αλυσίδα σούπερ μάρκετ της χώρας, πριν κλείσει βυθίστηκε υπό το βάρος των δανειακών υποχρεώσεων, οδηγώντας στην ανεργία πάνω από 3.000 εργαζόμενους και προκαλώντας ζημίες σε 1.500 και πλέον προμηθευτές. Καθοριστικής σημασίας ήταν και η κόντρα ανάμεσα στους βασικούς μετόχους, την οικογένεια Αποστόλου και την οικογένεια Λαουτάρη, στη διάρκεια της οποίας εκτοξεύθηκαν εκατέρωθεν σκληρές κατηγορίες. Μάλιστα, η διαμάχη των δύο πλευρών έφθασε μέχρι το ελληνικό Κοινοβούλιο.
Τον Απρίλιο του 2013 κατατέθηκε αίτηση πτώχευσης για την καπνοβιομηχανία Γεωργιάδης, μία από τις πιο ιστορικές επιχειρήσεις της χώρας. Τα οικονομικά προβλήματα της εταιρείας σε συνδυασμό με την κατάρρευση των πωλήσεων λόγω της αύξησης του λαθρεμπορίου δεν άφησαν πολλά περιθώρια για να αποφύγει η εταιρεία το πικρό ποτήρι της χρεοκοπίας. Το σήμα κατατεθέν της «Γεωργιάδης» ήταν η περίφημη σειρά «22», η οποία είχε πιστούς λάτρεις. Παράλληλα παρήγαγε αρκετά από τα σήματα της σειράς Rothmans, κατόπιν αδείας που έλαβε από την αγγλική Rothmans of Pall Mall.
Στην ιστορία πέρασε και η βιομηχανία δομικών υλικών Φίλκεραμ Johnson με δικαστική απόφαση στα τέλη του 2011. Η καθίζηση της οικοδομικής δραστηριότητας ήταν το βασικό χτύπημα για την εταιρεία, η οποία δεν κατάφερε να διαχειριστεί τα χρέη της.Σε πτώχευση οδηγήθηκε και η γνωστή χαρτοβιομηχανία Diana. Η επιχείρηση του κ. Πάνου Ζερίτη λύγισε υπό το βάρος των υποχρεώσεών της και της αδυναμίας της να βρει κεφάλαια για να συνεχίσει τη λειτουργία της, επιφέροντας βαρύ πλήγμα στην απασχόληση της ακριτικής Ξάνθης. Οι συνολικές υποχρεώσεις της Diana –σύμφωνα με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στο αίτημα πτώχευσης– προς προμηθευτές, προσωπικό, Δημόσιο, ασφαλιστικούς φορείς, πιστωτές, ΔΕΗ και ΔΕΠΑ ανέρχονταν σε 30 εκατ. ευρώ.Στη λίστα των χρεοκοπιών, την ίδια περίοδο προστέθηκαν η Neoset, η Alex Pak, ο Fokas, η Shelman και η Χ.Κ. Τεγόπουλος.
Ανάμεσα σ' αυτές όμως υπάρχει μία εταιρεία που ξεχωρίζει - και αυτό γιατί οδηγήθηκε στο λουκέτο και την καταστροφή κυριολεκτικά σε μία νύχτα στα 2013. Αυτή η εταιρεία είναι η Sprider, μια εταιρεία που για χρόνια είχε μεγάλο κύκλο εργασιών και "έντυσε" χιλιάδες οικογένειες στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια, έχοντας ως κέντρο παραγωγής την Θράκη. Η ιστορία της (που παρουσιάζεται ολόκληρη στο παρακάτω άρθρο) έχει ενδιαφέρον και αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγήν, όσο αφορά την έκθεση που πρέπει να έχουν οι επιχειρήσεις στον τραπεζικό δανεισμό, καθώς και την χρήση "περίεργων" μέσων για τη διασφάλιση της επιβίωσής τους:
"Υπήρχε κάποτε – όχι παλιά – μία ελληνική επιχείρηση που μπορούσε να καμαρώνει για τη δυνατότητά της να θεωρεί εαυτόν σχεδόν ισότιμο με τις επιτυχημένες πολυεθνικές αλυσίδες καταστημάτων ένδυσης και υπόδησης στην ελληνική αγορά.
Η αναφορά στην επίσημη ιστοσελίδα της ακουγόταν υπερβολική, αλλά ήταν πραγματικότητα. Επρόκειτο για τη «μεγαλύτερη ελληνική πολυεθνική αλυσίδα Οικονομικής Μόδας».
Ξεκινώντας από μια μικρή βιοτεχνία ρούχων στην Ξάνθη, ο Σάκης και ο Σάββας Χατζηιωάννου έβαλαν στα τέλη της δεκαετίας του ’90 στο μάτι τη Sprider Stores θέλοντας να δημιουργήσουν τα ελληνικά «Zara». Η Sprider ιδρύθηκε το 1978 από τον Θανάση Αργυρό με κύριο αντικείμενο την εμπορία μαγιό και αθλητικών ειδών.
Η εταιρία ανελίχθηκε με ταχείς ρυθμούς, φτάνοντας το 1999 να διαθέτει 11 καταστήματα, τέσσερα εκ των οποίων στην επαρχία (Ηράκλειο, Πάτρα, Καλαμάτα, Χαλκίδα). Χαρακτηριστικό της φίρμας ήταν η πολύ καλή σχέση ποιότητας – τιμής. Ο ίδιος ο Σάκης Χατζηιωάννου, που μαζί με τον αδελφό του εξαγόρασαν το 80% της επιχείρησης το ’99, ήταν η ζωντανή διαφήμιση των προϊόντων της Sprider, καθώς δεν φορούσε ποτέ τίποτε άλλο. Συνήθιζε μάλιστα να καμαρώνει, χωρίς κανένα κόμπλεξ, ακόμα και σε κοινωνικά σουαρέ, λέγοντας ότι τα κοστούμια του κοστίζουν το πολύ 300 ευρώ.
Οι νέοι ιδιοκτήτες της εταιρίας ακολούθησαν πολύ επιθετική πολιτική, εδραιώνοντας το μύθο μιας κλασικής ελληνικής εκδοχής εταιρείας – «σταχτοπούτας», που ξεκίνησε δειλά-δειλά την πορεία της ως οικογενειακή επιχείρηση και κατάφερε να εδραιωθεί στην κορυφή του ελληνικού λιανεμπορίου.
Οι κύκλοι εργασιών, οι ρυθμοί ανάπτυξης και ο αριθμός των καταστημάτων πολλαπλασιάστηκαν με γεωμετρική πρόοδο. Η εξωστρέφεια ήταν η πρώτη στρατηγική απόφαση των αδελφών Χατζηιωάννου. Το 2000 ιδρύθηκε η SPRIDER Bulgaria, με στόχο το μπάσιμο στην αγορά των Βαλκανίων. Παράλληλα εξαγοράστηκε η MEGATHLON HELLAS Α.Ε., με την οποία η εταιρία εισήλθε στον κλάδο της χονδρικής πώλησης.
Το 2004, η εισαγωγή της εταιρείας στο Χρηματιστήριο Αθηνών σηματοδότησε μια νέα επιχειρηματική τροχιά. Η αλυσίδα εξαπλώνεται περισσότερο στην επαρχία με την ίδρυση καταστημάτων στην Κοζάνη, στα Τρίκαλα, στην Αλεξανδρούπολη και στην Κόρινθο. Τα καταστήματα ξεφυτρώνουν σε όλη την ελληνική επικράτεια (και όχι μόνο) σαν τα μανιτάρια. Το 2005 ανοίγει το κατάστημα στην Ερμού και σε οχτώ νέες πόλεις (Ρόδος, Σέρρες, Χανιά, Μυτιλήνη, Κέρκυρα, Λαμία, Σπάρτη, Αγρίνιο), ενώ το 2006 η αλυσίδα επεκτείνεται σε Άρτα, Χίο, αλλά κυρίως στη βαλκανική αγορά, με «δορυφόρους» σε Σόφια και σε Σκόπια. Ένα χρόνο αργότερα ακολουθεί η Ρουμανία με πέντε καταστήματα (!), ανοίγει δεύτερο στη Σόφια και εγκαινιάζεται το πρώτο στην κυπριακή αγορά, στην πόλη της Λεμεσού.
Στην Ελλάδα εγκαινιάζονται το 2007 επιπλέον 14 καταστήματα (!), ενώ ολοκληρώνεται η κολοσσιαίου κόστους επένδυση στον τομέα logistics και η έναρξη λειτουργίας της υπερσύγχρονης αποθήκης του Ομίλου, συνολικής επιφάνειας 21.000 τ.μ., στην Ανθούσα Αττικής. Εκεί χτυπά πια η καρδιά της εφοδιαστικής αλυσίδας της SPRIDERSTORES.
Είναι ακόμα η περίοδος των παχιών αγελάδων εντός συνόρων και η διοίκηση της εταιρίας δεν ζυγίζει καθόλου καλά τα ιδιαίτερα ανησυχητικά μηνύματα από το εξωτερικό σε οικονομικό επίπεδο. Συνεχίζει έτσι με αμείωτη ένταση τις επενδύσεις (και φυσικά βαθαίνει το δανεισμό της), ανοίγοντας 35 νέα σημεία πώλησης το 2008! Τα 21 εξ’ αυτών στην Ελλάδα, εννέα στη Ρουμανία, τρία στη Βουλγαρία και ένα στην Κύπρο. Παράλληλα η Sprider διεισδύει και στην αγορά της Πολωνίας, με την έναρξη λειτουργίας καταστήματος στην πόλη Πόζναν.
Έως το 2011 και παρότι η οικονομική κρίση έχει χτυπήσει ήδη για τα καλά την ελληνική πόρτα, ανοίγουν άλλα εφτά καταστήματα. Ένα από αυτά το υπερσύγχρονο στο εμπορικό κέντρο Capitol της 3ης Σεπτεμβρίου και το τελευταίο, το 2001, στην Ξάνθη.
Στόχος της διοίκησης της εταιρείας ήταν τα 100 σημεία στην Ελλάδα και τα 30 καταστήματα στο εξωτερικό μέχρι το 2013. Ο στόχος έμοιαζε να είναι κοντά, στην πραγματικότητα όμως απείχε έτη φωτός. Η εταιρία είχε εκτεθεί τόσο πολύ σε τράπεζες, προμηθευτές και κόστος λειτουργίας και εργασιών που έσκασε σαν «φούσκα» περίπου όπως η ελληνική οικονομία. Το 2013 η μαύρη τρύπα των ιδίων κεφαλαίων της διαμορφωνόταν στα 43 εκατ. ευρώ, ενώ η εταιρεία είχε καταστεί ζημιογόνος από το 2009. Αυτό μετά από μια εξαιρετικά προσοδοφόρο πενταετία (2004-2008) όταν και η Sprider Stores κατάφερε να υπερδιπλασιάσει τον κύκλο εργασιών της από τα 65 εκατ. ευρώ στα 163 εκατ. ευρώ και να παραγάγει προς όφελος των μετόχων της συνολικά κέρδη 55 εκατ. ευρώ.
Η χαριστική βολή δόθηκε με τη μεγάλη πυρκαγιά του Φεβρουαρίου του 2012 στις εγκαταστάσεις της Ανθούσας. Η καταστροφική πυρκαγιά εκδηλώθηκε τα ξημερώματα της 13ης Φεβρουαρίου 2012 και αποδόθηκε σε «κουκουλοφόρους ταραξίες», που είχαν προκαλέσει επεισόδια ως αντίδραση στην ψήφιση του μνημονίου. Οι πρώτες πληροφορίες για το περιστατικό είχαν αναφέρει ότι οι «κουκουλοφόροι», αφού χτύπησαν και έδεσαν το φύλακα του χώρου, προκάλεσαν εστίες φωτιάς, που κατέστρεψε ολοσχερώς το κτίριο των 20.000 τ.μ.
Βάσει των στοιχείων της δικογραφίας ωστόσο, ο εισαγγελέας θεώρησε ότι στόχος της όλης καταστροφικής επιχείρησης εμπρησμού, ήταν η είσπραξη ασφαλιζόμενου ποσού ύψους 16 εκατομμυρίων ευρώ εκ μέρους των ιδιοκτητών.
Η έρευνα των Αρχών έφθασε στο σημείο να στοιχειοθετήσει κατηγορίες εις βάρος της διοικητικής ομάδας αξιοποιώντας και το υλικό της Πυροσβεστικής που ήγειρε ερωτηματικά για τις κινήσεις των υψηλόβαθμων στελεχών. Πολύ περισσότερο υποψίες κινήθηκαν από το γεγονός πως η πυρκαγιά στο κτίριο της Ανθούσας ήταν η τέταρτη που είχε σημειωθεί σε εγκαταστάσεις της Sprider Stores. Είχαν προηγηθεί η φωτιά, το 2004, σε αποθήκη της εταιρίας στον Άλιμο, και το 2008 στα καταστήματα Λυκόβρυσης και Ερμού (τότε βέβαια είχαν καεί πολλά καταστήματα μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου).
Η διοίκηση της εταιρείας είχε αρνηθεί τα πάντα, υποστηρίζοντας ότι ακόμα και στην περίπτωση που εισέπραττε όλο το ποσό της αποζημίωσης – κάτι που χαρακτήριζε απίθανο να συμβεί – η ζημιά θα παρέμενε πολύ μεγάλη.
Την Τρίτη, 1η Οκτωβρίου του 2013, έπεσαν οι τίτλοι τέλους στη Sprider. Στην ανακοίνωση της η εταιρία περιέγραψε ως βασικό λόγο της θλιβερής εξέλιξης την αδιάλλακτη στάση και άρνηση των τραπεζών, να συνεχίσουν την υφιστάμενη έως τώρα χρηματοδότηση. «Παράλληλα, η παρατεταμένη ύφεση της ελληνικής οικονομίας η οποία έχει πλήξει σημαντικότατα και τον κλάδο μας, ο περιορισμός του διαθέσιμου εισοδήματος των καταναλωτών, η αύξηση του κόστους χρηματοδότησης, οι καταστροφικές συνέπειες της πυρκαγιάς στις κεντρικές αποθήκες και εγκαταστάσεις της εταιρείας, η άρνηση των ασφαλιστικών εταιρειών να μας αποζημιώσουν έστω και μερικώς, αλλά και η αίτηση πτώχευσης που κατέθεσε προμηθευτής της Sprider Stores, επιδείνωσαν επιπρόσθετα την κατάσταση και οδήγησαν την εταιρεία στην συγκεκριμένη απόφαση».
Η αλυσίδα των σπουδαίων ελληνικών επιχειρήσεων, που είτε η κακοδιαχείρηση, είτε ο συνδιλικασμός, είτε η οικονομική κρίση οδήγησαν σε πτώχευση απαρτίζεται από δεκάδες κρίκους. Η περίπτωση της Sprider είναι μάλλον η μοναδική που μια εταιρία βρέθηκε απ’ το (πλασματικό) ζενίθ στο ερεβώδες ναδίρ χωρίς κανένα μεσοδιάστημα."