Ο Γιώργος ήταν ένα παιδί στα 13. Ήσυχο, καλόβολο, ευγενικό. Καλός μαθητής στο σχολείο, με λίγους αλλά καλούς φίλους. Απέφευγε τις φασαρίες και τους καβγάδες. Του άρεσε η μουσική και ο κινηματογράφος. Είχε όνειρα για τη ζωή του - όπως οι περισσότεροι έφηβοι σε αυτήν την ηλικία. Οι γονείς του ήταν χωρισμένοι αλλά τον αγαπούσαν και οι δύο, όπως επίσης και ο πατριός του, ο οποίος τον είχε μεγαλώσει σα δικό του παιδί. Κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο και ένα βράδυ μεσοβδόμαδα το περνούσε στο σπίτι του πατέρα του, ο οποίος είχε σταθερή σχέση εδώ και καιρό με μια γυναίκα επίσης χωρισμένη με παιδί, 4 χρόνια μικρότερο του Γιώργου.
Το περασμένο Σάββατο ήταν η εβδομάδα που θα έμενε στο σπίτι του πατέρα του. Ο καιρός ήταν εξαιρετικός και ο πατέρας του αποφάσισε ότι θα ήταν καλή ιδέα να πάνε και οι τέσσερις τους στη θάλασσα. Του Γιώργου δεν του άρεσε η θάλασσα ιδιαίτερα - μάλλον είχε μια φοβία προς αυτή: μάλιστα όταν για ένα διάστημα έκανε μαθήματα κολύμβησης, έβρισκε ό,τι δικαιολογία μπορούσε για να μην πηγαίνει στα μαθήματα. Ο πατέρας του το ήξερε, αλλά παρόλα αυτά θεώρησε καλή ιδέα ν' αγοράσει στα δύο παιδιά από ένα φουσκωτό - απ' αυτά που βρίσκει κανείς σε όλα τα παραθαλάσσια καταστήματα αλλά τα οποία δεν είναι φτιαγμένα για τη θάλασσα. Και ειδικά μια θάλασσα που είναι ανοιχτή, με συχνό αέρα και ρεύματα, όπως αυτή στην οποία πήγε ο Γιώργος με τον πατέρα του και την παρέα του τελευταίου.
Ποτέ δε θα μάθουμε τι έκανε τον Γιώργο να ξεπεράσει την όποια φοβία του προς τη θάλασσα και να μπει με το άλλο παιδί μέσα, με τα καινούργια φουσκωτά τους, λίγο μετά το μεσημέρι του Σαββάτου. Κανείς επίσης δε θα μάθει ποτέ, τι πέρασε από το μυαλό του πατέρα του Γιώργου, ο οποίος θεώρησε ως "καλή ιδέα" ν' αφήσει τα δύο παιδιά να μπουν στο νερό μόνα τους, χωρίς να είναι καλοί κολυμβητές, σε μια παραλία χωρίς ναυαγοσώστη, και σε μια μέρα που είχε αρκετό αέρα, αν και όχι ιδιαίτερο κύμα. Τα παιδιά μπήκαν, παρότι ήταν καταφανέστατο ότι λόγω του αέρα θα ήταν πολύ εύκολο τα φουσκωτά ν' ανατραπούν και εκείνα να παρασυρθούν από τα ρεύματα. Κανείς δεν τους έκανε παρατήρηση, γιατί οι λουόμενοι αναρωτήθηκαν "ποιος είμαι εγώ ν' ανακατευτώ;", αν και είδαν τη καταφανέστατη ανοησία.
Τουλάχιστον όμως οι λουόμενοι ενδιαφέρθηκαν όταν άκουσαν τις φωνές των παιδιών που έπεσαν στη θάλασσα, έχοντας παρασυρθεί στ' ανοιχτά. Ιδιωτικές βάρκες και το λιμενικό βρέθηκαν γρήγορα στην περιοχή και μπόρεσαν να σώσουν το μικρότερο απ' τα δύο παιδιά, λίγη ώρα αργότερα. Δυστυχώς ο Γιώργος δε σώθηκε, αν και μεγαλύτερος. Η σωρός του βρέθηκε τα ξημερώματα της επόμενης μέρας, δεκάδες ναυτικά μίλια ανατολικά. Η κατάληξη ήταν μάλλον αναμενόμενη - είναι γνωστό ότι πολύ σπάνια βρίσκονται ναυαγοί ζωντανοί, ειδικά σε ανοιχτές θάλασσες με ρεύματα, όπου το νερό είναι κρύο (ακόμα και το καλοκαίρι).
Κανείς δε θα μάθει τι σκεφτόταν ο Γιώργος τις τελευταίες του στιγμές, πόσο φοβισμένος ήταν, πόση πάλεψε για να ζήσει ή αν ο θάνατος του ήταν αργός και βασανιστικός. Ένα είναι το σίγουρο όμως: Ο Γιώργος δεν χρειαζόταν να πεθάνει. Δεν ήταν παιδί σε κάποια εμπόλεμη ζώνη, δεν είχε πάθει κάποια ανίατη αρρώστια, δεν έπαιρνε ναρκωτικά, δεν είχε μπλέξει σε κάποιο καβγά - εκκούσια ή ακούσια. Είχε πολλά να κάνει στη ζωή του, μόνος και με τους φίλους του. Θα μπορούσε να σπουδάσει ή να γυρίσει τον κόσμο. Θα μπορούσε να δώσει κι άλλες χαρές στους γονείς του ή να τους θυμώσει επειδή δε μάζεψε το δωμάτιο του, όπως κάνουν όλα τα παιδιά.
Ο θάνατος του Γιώργου θα μπορούσε ν' αποφευχθεί κατά 100% και δεν χρειαζόταν. Δεν ήταν ο Iron Man (που του άρεσε όταν ήταν μικρός) για να θυσιαστεί για να σωθούν άλλοι, ούτε υπερασπιζόταν τις Θερμοπύλες. Ήταν απλός ένα παιδί που είχε πάει να περάσει το Σάββατό του στη θάλασσα.
Ο Γιώργος βέβαια εκεί που πήγε δε θα είναι μόνος του. Δεκάδες παιδιά πνίγονται ή σκοτώνονται στη θάλασσα κάθε καλοκαίρι, σε θάλασσες και ποτάμια, επειδή οι γονείς και οι κηδεμόνες τους, δεν κάνουν το πρώτο και βασικό, δηλαδή να συμπεριφερθούν ως κάποιοι που έχουν ευθύνη.
Δεν είναι "μαγκιά" το ν' αφήνουμε τα παιδιά μας να κολυμπούν μόνα τους σε μια άγνωστη θάλασσα ή ν' ανοίγονται όταν έχει αέρα ή να βουτούν στα βράχια. Ούτε "άντρες θα γίνουν" αν το κάνουν - το αντίθετο: είναι πιθανό να μην προλάβουν να γίνουν αν τα κάνουν όλα αυτά.
Τα παιδιά νομίζουν ότι το κακό δε θα συμβεί σε αυτά και ότι είναι αθάνατα. Δεν ισχύει ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Ας τους το υπενθυμίζουμε ως γονείς, κηδεμόνες, θείοι, παππούδες και φίλοι. Έχουμε ευθύνη και ας γινόμαστε κακοί. Κάπου-κάπου χρειάζεται και αυτό.
(Αφιερωμένο στον "Γιώργο", που χάθηκε άδικα, λίγο πριν μπει στα 14, αφήνοντας πίσω δύο μικρότερα αδέρφια - ένα εκ των οποίων θα μεγαλώσει χωρίς να το θυμάται, μια μητέρα και ένα πατριό, παππούδες και γιαγιάδες, θείες καθώς και μερικούς καλούς φίλους. Όσοι τον γνωρίσαμε θα τον θυμόμαστε με αγάπη).