Η Τουρκία τον τελευταίο καιρό έχει ξεπεράσει κάθε όριο προκλητικότητας απέναντι στην Ελλάδα. Την ίδια στιγμή που οι δύο χώρες υποτίθεται "συνομιλούν" και "συνεργάζονται" γι ια σωρεία θεμάτων (ξεκινώντας από το προσφυγικό και καταλήγοντας στο Κυπριακό), οι παραβιάσεις και προκλητικές κινήσεις σε όλα τα θέματα έχουν φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ για την περίοδο μετά το 1974.
Είναι προφανές ότι η χώρα μας πρέπει ν' αλλάξει στάση. Κάτι τέτοιο δεν υποστηρίζεται από "εθνικιστικές" βλέψεις, ούτε από "φιλοπολεμική" διάθεση. Είναι απλώς το ελάχιστο που μπορεί να κάνει για να κρατήσει ένα ίχνος εθνικής αξιοπρέπειας, την οποία φαίνεται να έχουμε απωλέσει. Είναι προφανές βέβαια ότι και η στάση του κ. Αναστασιάδη, προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, δε βοηθάει προς αυτή την κατεύθυνση. Απαιτείται συντονισμός ενεργειών, προς το συμφέρον ολόκληρου του ελληνισμού. To ίδιο μήνυμα προφανώς πάει τόσο προς την μείζονα αντιπολίτευση της Ελλάδας όσο και αυτή της Κύπρου. Η ΝΔ έχει προτεραιότητα να μη στεναχωρήσει τους Ευρωπαίους ιδεολογικούς συμμάχους, ενώ το ΑΚΕΛ χαμένο στο δόγμα "ένας λαός-ένα κράτος" παραβλέπει ότι η τουρκο-κυπριακή πλευρά ελέγχεται πλήρως από την Τουρκία, κάτι που δεν πρόκειται ν' αλλάξει ποτέ.
Γράφει σχετικά μακροσκελώς ο Μιχάλης Διακαντώνης στο mignatiou.com:
"Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις αποτελούν αδιαμφισβήτητα το σημαντικότερο κεφάλαιο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Απ’ την περίοδο των σεισμών του 1999, ξεκίνησε μια προσπάθεια επαναπροσέγγισης των δύο χωρών μέσω συνεργασίας σε θέματα «χαμηλής πολιτικής» (εμπόριο, τουρισμός, πολιτισμός) που συνοδεύτηκε απ’ την μείωση της στρατιωτικής έντασης, αλλά και την έναρξη διερευνητικών επαφών για το θέμα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας. Η προσπάθεια αυτή συνεχίστηκε το 2009 μέσω της σύστασης του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας, που αποσκοπούσε στην περαιτέρω διεύρυνση των δεσμών των δύο κρατών στους προαναφερθέντες τομείς. Οι συγκεκριμένες δράσεις είναι σύμφωνες με τη Φιλελεύθερη σχολή σκέψης στις Διεθνείς Σχέσεις, η οποία υποστηρίζει ότι η οικονομική αλληλεξάρτηση και η ύπαρξη συνεργασίας σε ζητήματα χαμηλής πολιτικής, είναι ικανή να δημιουργήσει ισχυρούς δεσμούς ανάμεσα στα κράτη, περιορίζοντας έτσι την πιθανότητα πολεμικών συγκρούσεων. Η προσδοκία που γεννάται, είναι ότι οι εν λόγω διαδικασίες με την πάροδο του χρόνου, θα διευκολύνουν την επίτευξη συγκλίσεων σε θέματα «υψηλής πολιτικής», όπως είναι αυτά της εθνικής ασφάλειας και κυριαρχίας. Ποιος είναι, όμως, μέχρι ώρας ο πραγματικός αντίκυπος αυτών των πολιτικών προσέγγισης Ελλάδας-Τουρκίας και ποια η πιθανή εξέλιξή τους, με βάση τις υπάρχουσες συνθήκες στο εγχώριο και διεθνές περιβάλλον;
Η Τουρκία ως «αρνητής» του Διεθνούς Δικαίου
Προτού αναφερθούμε στα αποτελέσματα που επιτεύχθησαν μέσω της διπλωματικής προσέγγισης των δύο κρατών, θα πρέπει να τονίσουμε ότι οι ελληνοτουρκικές διαφορές εκτείνονται σ’ ένα μεγάλο εύρος ζητημάτων και χαρακτηρίζονται απ’ την διαχρονική άρνηση της Τουρκίας να αποδεχτεί τα τετελεσμένα που προκύπτουν απ’ το Διεθνές Δίκαιο και τις Διεθνείς Συνθήκες και Συμβάσεις. Πιο συγκεκριμένα, η Τουρκία: το 1973 παρείχε παράνομη άδεια ερευνών στην κρατική εταιρεία πετρελαίου για την περιοχή του Αιγαίου, αμφισβητώντας ευθέως μέρος της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, τα όρια της οποίας προβλέπονται απ’ τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982). αμφισβητεί, με απειλή πολέμου (casus belli), το νόμιμο και κυριαρχικό δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της μέχρι τα 12 ναυτικά μίλια, όπως προβλέπει το Δίκαιο της Θάλασσας, ενώ παραβιάζει διαρκώς και τον ελληνικό εθνικό εναέριο χώρο. αμφισβητεί την κυριαρχία επί ελληνικών νησιών, καθώς και τα θαλάσσια σύνορα της Ελλάδας, αποσκοπώντας στη δημιουργία «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο, κατά παράβαση της Συνθήκης της Λωζάννης (1923), της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων (1947) και των Ιταλο-Τουρκικών Συμφωνιών του 1932. Επιπλέον, απαιτεί την αποστρατικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, παρά τα όσα ορίζονται στη Σύμβαση του Montreux (1936), τη Συνθήκη της Λωζάννης και σε αντίθεση με την ισχυρή παρουσία τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων στις ακτές της Μικράς Ασίας. αμφισβητεί τις αρμοδιότητες που ασκεί η Ελλάδα εντός του FIR Αθηνών, βάσει των αποφάσεων του Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής Αεροπορίας (ICAO), παραβιάζοντας με τα πολεμικά της αεροσκάφη τους κανόνες εναέριας κυκλοφορίας. Όσον αφορά τις περιοχές έρευνας και διάσωσης, η Τουρκία εξέδωσε το 1988 κανονισμό που επεκτείνει τα δικαιώματά της σε τμήμα του FIR Αθηνών.
Ο κανονισμός αυτός έρχεται σε αντίθεση με τη διεθνή πρακτική, τις συστάσεις του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ) και του Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής Αεροπορίας, αλλά και με όσα ορίζονται στις Συμβάσεις του Σικάγο (1944) και του Αμβούργου (1979). έχει εισβάλλει στρατιωτικά στην Κύπρο απ’ το 1974 και κατέχει παράνομα το 37% της νήσου, παραβιάζοντας τα δικαιώματα των Ελληνοκυπρίων προσφύγων, των αγνοουμένων και των συγγενών τους, ενώ συνεχίζει με συστηματικό τρόπο τον παράνομο εποικισμό, έχοντας μάλιστα προβεί σε μονομερή ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του ψευδοκράτους το Νοέμβριο του 1983. Οι ενέργειες αυτές έχουν καταδικαστεί κατ’ επανάληψη με σειρά αποφάσεων και ψηφισμάτων, τόσο απ’ τη Γενική Συνέλευση και το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, όσο και μέσα από ευρωπαϊκά όργανα και άλλα διεθνή fora. ασκεί παρεμβατική πολιτική εναντίον της Ελλάδας στη Δυτική Θράκη μέσω του Προξενείου Κομοτηνής και των ψευδομουφτήδων που αυτό τοποθετεί στην περιοχή. Οι εκφοβισμοί αλλά και τα οικονομικά κίνητρα που χρησιμοποιούνται από «σκιώδη» τουρκικά στοιχεία, αποσκοπούν να συνενώσουν και να εκτουρκίσουν τις διαφορετικές συνιστώσες της μουσουλμανικής μειονότητας, υπονομεύοντας κάθε προσπάθεια ανάκτησης της ιδιαίτερης ταυτότητας των Πομάκων και των Ρομά. Τελικός σκοπός είναι η να δημιουργηθεί η αίσθηση ότι στην Δυτική Θράκη υφίσταται τουρκική και όχι μουσουλμανική μειονότητα (σε αντίθεση με όσα ορίζει ρητώς η Συνθήκη της Λωζάννης).
Οι θετικές εξελίξεις σε ζητήματα οικονομίας και η κατευναστική πολιτική της Ελλάδας
Παρά τις διαχρονικές εστίες τριβής μεταξύ των δύο κρατών, υπάρχουν τομείς στους οποίους παρουσιάζονται θετικές εξελίξεις, όπως είναι το εμπόριο, οι επενδύσεις, ο τουρισμός, η ενέργεια και ο πολιτισμός. Σε επίπεδο εμπορικών συναλλαγών, ενώ το 1997 ο όγκος του εμπορίου μεταξύ των δύο χωρών ανερχόταν στα 729 εκατομμύρια δολάρια, το 2014 έφθασε στα 5,5 δισεκατομμύρια δολάρια, για να πέσει στο επίπεδο των 2,99 δις δολαρίων το 2015 εξαιτίας της επιβολής των capital controls στην Ελλάδα και της διεθνούς πτώσης της τιμής του πετρελαίου (καθώς μεγάλο κομμάτι των ελληνικών εξαγωγών αφορά τον κλάδο των πετρελαιοειδών). Αξίζει να σημειωθεί, ότι απ’ το 1998 έως και το 2009 η Ελλάδα παρουσίαζε έλλειμμα στις εμπορικές της συναλλαγές με την Τουρκία.
Στο επίπεδο των άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ), οι ροές μεταξύ των δύο κρατών είναι διαχρονικά χαμηλές. Μετά τη συμφωνία για την Τελωνειακή Ένωση μεταξύ Τουρκίας-Ε.Ε. (1995) υπήρξαν αυξητικές τάσεις, με την χώρα μας να πραγματοποιεί τις μεγαλύτερες ΑΞΕ τα έτη 2006-2007 εξαιτίας της απόκτησης της τουρκικής τράπεζας Finansbank απ’ την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και της Tekfen Bank από την Eurobank EFG (και οι δύο πουλήθηκαν, το 2016 και το 2012 αντίστοιχα, λόγω της ανάγκης ανεύρεσης τραπεζικών κεφαλαίων που προκάλεσε η ελληνική οικονομική κρίση). Οι τουρκικές ΑΞΕ είναι χαμηλότερες σε σχέση με τις ελληνικές, και περιορίζονται τα τελευταία έτη στο άνοιγμα υποκαταστημάτων της τουρκικής τράπεζας Ziraat σε Αθήνα, Κομοτηνή, Ξάνθη και Ρόδο και στην απόκτηση πλειοψηφικών πακέτων μετοχών σε ελληνικές μαρίνες. Τα ελληνικά γραφειοκρατικά εμπόδια αλλά και η επενδυτική αβεβαιότητα που προκάλεσε η ελληνική οικονομική κρίση, αποθάρρυναν σε σημαντικό βαθμό την προσέλκυση σημαντικών κεφαλαίων απ’ την Τουρκία.
Ο τουρισμός είναι ένα ακόμη πεδίο στο οποίο ανθούν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις: Αναφέρεται χαρακτηριστικά, ότι ενώ το 2000 μόλις 218.000 Έλληνες επισκέπτονταν την Τουρκία, το 2015 ο αριθμός τους ανήλθε σε 755.000. Αντίστοιχα, ενώ το 2003 περίπου 170.000 Τούρκοι τουρίστες επισκέπτονταν την Ελλάδα, το 2015 ο αριθμός αυτός έφθασε τις 898.000. Παράλληλα με τον τουρισμό, αναπτύσσονται και πρωτοβουλίες για πολιτιστικά δρώμενα που έχουν σαφώς οικονομικές απολήξεις για πολλούς Δήμους των δύο χωρών. Αν και ο τομέας του τουρισμού αποφέρει σημαντικά έσοδα για Ελλάδα και Τουρκία και αναπτύσσει πολυεπίπεδα τις σχέσεις των δύο λαών, είναι ευαίσθητος σε δυσμενείς πολιτικές εξελίξεις (όπως η τρομοκρατία ή η ύπαρξη διακρατικών εντάσεων). Στον ενεργειακό τομέα, έχουν επίσης προωθηθεί σημαντικές συνεργασίες μεταξύ των δύο χωρών. Ελλάδα και Τουρκία στηρίζονται ενεργειακά σε μεγάλο βαθμό στις ρωσικές εισαγωγές και προσπαθούν να περιορίσουν την εξάρτησή τους αυτή, μέσω της συμμετοχής τους στον Νότιο Ενεργειακό Διάδρομο (Southern Gas Corridor).
Το σχέδιο αυτό προβλέπει την προμήθεια αερίου από χώρες της Κασπίας (Αζερμπαϊτζάν σε πρώτη φάση) μέσω της κατασκευής ενός δικτύου νέων αγωγών. Στο δίκτυο αυτό περιλαμβάνεται ο αγωγός TANAP (Trans Anatolian Pipeline) για την Τουρκία και ο αγωγός TAP (Trans Adriatic Pipeline) για την Ελλάδα. Επιπλέον, οι δύο χώρες συνεργάζονται ενεργειακά μέσω του Διασυνδετηρίου αγωγού φυσικού αερίου Τουρκίας-Ελλάδας (ITG) που εγκαινιάστηκε το 2007, ενώ την ίδια χρονιά ξεκίνησε και η διασύνδεση του ελληνικού και τουρκικού ηλεκτρικού δικτύου μέσω Θράκης. Μελλοντικά, υπάρχει η δυνατότητα να υλοποιηθούν δύο ακόμη ενεργειακά έργα: το πρώτο αφορά την κατασκευή του αγωγού Turkish Stream που προβλέπει την μεταφορά ρωσικού φυσικού αερίου μέσω των ελληνοτουρκικών συνόρων στην υπόλοιπη Ευρώπη, ενώ το δεύτερο αφορά την κατασκευή ενός αγωγού Κύπρου-Τουρκίας που θα μεταφέρει το αέριο απ’ τα κοιτάσματα της Ανατολικής Μεσογείου στη γείτονα χώρα (και σε άλλες χώρες της Ευρώπης σε δεύτερη φάση).
Επί του παρόντος, η πραγματοποίηση και των δύο αυτών έργων συναντάει σοβαρά εμπόδια, τόσο για γεωπολιτικούς όσο και για νομικούς λόγους (προσπάθεια ευρωπαϊκής απεξάρτησης απ’ το ρωσικό αέριο, ατελής οριοθέτηση ΑΟΖ μεταξύ κρατών και άλυτο κυπριακό ζήτημα). Σε συνδυασμό με τα ανωτέρω στοιχεία, πρέπει να ληφθεί υπόψιν και η κατευναστική διπλωματική στάση της Ελλάδας απέναντι στην Τουρκία απ’ την δεκαετία του 1990 και εντεύθεν. Είναι χαρακτηριστικό, ότι αν και τον Ιανουάριο του 1996 είχαν προηγηθεί τα πολύ σοβαρά γεγονότα των Ιμίων, η ελληνική κυβέρνηση –σε μια ομολογουμένως πολύ άτυχη διπλωματική στιγμή- έσπευσε να υπογράψει τη Συμφωνία της Μαδρίτης (Ιούλιος 1997) με την οποία αναγνώριζε τα «νόμιμα και ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα της Τουρκίας στο Αιγαίο». Ακολούθως, το Δεκέμβριο του 1999, στη Σύνοδο Κορυφής στο Ελσίνκι, η Τουρκία έλαβε τον τίτλο της υποψήφιας χώρας- μέλους προς ένταξη στην Ε.Ε., με την ταυτόχρονη δέσμευση για την παραπομπή όλων των εκκρεμών ελληνοτουρκικών διαφορών στο Δικαστήριο της Χάγης. Την περίοδο 2000-2002 υπογράφησαν 16 συμφωνίες στο εμπόριο, τις επενδύσεις, τον τουρισμό, τις μεταφορές και στον επιστημονικό και τεχνολογικό τομέα, ενώ μετά την ίδρυση του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας (2009) υπήρξαν πάνω από 25 κείμενα συμφωνιών που αφορούν θέματα από την επιχειρηματικότητα, την οικονομία και τον αθλητισμό έως και το ευαίσθητο προσφυγικό ζήτημα. Γενικότερα, η διπλωματική στάση της Ελλάδας καθ’ όλο αυτό το διάστημα μπορεί να χαρακτηριστεί από συντηρητική έως και παθητική, με ιδιαίτερο βάρος να δίνεται στην τήρηση των κανόνων Διεθνούς Δικαίου και στην αποφυγή προκλητικών ενεργειών που θα μπορούσαν να δυναμιτίσουν τις διμερείς σχέσεις.
Ο συνεχής αναθεωρητισμός της Τουρκίας
Πώς, όμως, ανταποκρίνεται η Τουρκία σε αυτή την κατευναστική στάση της Ελλάδας; Αποτελεί η συνεργασία σε ζητήματα χαμηλής πολιτικής, μια αφετηρία για την ήπια και ειρηνική συνύπαρξη στις δύο πλευρές του Αιγαίου ή εκλαμβάνεται ως ένδειξη διπλωματικής αδυναμίας απ’ την γείτονα χώρα; Δυστυχώς, η τουρκική ηγεσία φαίνεται όχι μόνο να διατηρεί αλλά και να εντείνει την διαχρονικά αναθεωρητική της πολιτική έναντι της Ελλάδας. Τον περασμένο Νοέμβριο, ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, δήλωσε ότι «η συνθήκη της Λωζάννης (με την οποία καθορίστηκαν τα ελληνοτουρκικά σύνορα) δεν είναι ένα αδιαμφισβήτητο ιερό κείμενο. Και βέβαια θα το συζητήσουμε […] Έχουμε επίγνωση ότι θα θίξουμε τα συμφέροντα αρκετών. αλλά και πάλι θα το πράξουμε». Σε μια άλλη αποστροφή των λόγων του είχε τονίσει ότι η Τουρκική Δημοκρατία αποτελεί τη συνέχεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και για αυτό «άλλα είναι τα φυσικά σύνορα της χώρας μας και άλλα τα σύνορα της καρδιάς μας». Η αμφισβήτηση των ελληνικών συνόρων είναι συνεχής και άμεση με τον ίδιο τον Ερντογάν να δηλώνει τον Σεπτέμβριο του 2016 ότι «με τη Λωζάννη δώσαμε στους Έλληνες τα νησιά, που αν φωνάξεις από τις ακτές του Αιγαίου, θα ακουστείς απέναντι. Είναι αυτό νίκη; Εκείνα τα μέρη ήταν δικά μας. Εκεί έχουμε ακόμα δικά μας νησιά». Στο ίδιο μήκος κύματος είναι και οι δηλώσεις σημαντικών στελεχών της τουρκικής κυβέρνησης: Τον περασμένο Νοέμβριο, ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, απαντώντας γραπτώς σε ερώτηση που κατέθεσε Τούρκος βουλευτής σχετικά με το καθεστώς των νησιών στο Αιγαίο είπε ότι «τα Ίμια είναι τουρκικό έδαφος» ενώ και ο Τούρκος Υπουργός Άμυνας, Ισμέτ Γιλμάζ, τον Μάρτιο του 2015 εντός της τουρκικής Βουλής ανέφερε ότι: «Η Ελλάδα έχει μόνο εκ των πραγμάτων και προσωρινά, κανόνα κυριαρχίας πάνω στα νησιά με την ονομασία EGAYDAAK και η διοίκηση της εκεί δεν αναιρεί το γεγονός ότι τα νησιά αυτά είναι έδαφος της Τουρκικής Δημοκρατίας». Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί, ότι το αρκτικόλεξο EGAYDAAK στα επίσημα τουρκικά έγγραφα, αναφέρεται σε 152 νησιά, νησίδες και βραχονησίδες των οποίων η κυριότητα -σύμφωνα με τους Τούρκους- δεν παραχωρήθηκε στην Ελλάδα με συμφωνίες.
Οι δηλώσεις αυτές των Τούρκων αξιωματούχων δεν είναι τυχαίες ούτε και αποτελούν μεμονωμένες περιπτώσεις εθνικιστικής ρητορικής, καθώς είναι σύμφωνες με τα όσα διακηρύσσονται στον λεγόμενο «Εθνικό Όρκο» της Τουρκίας (“Misakı Mill”î).
Το κείμενο αυτό θεωρείται ο Καταστατικός Χάρτης της Τουρκίας και αποτελεί αντικείμενο εκπαίδευσης στα σχολεία και σχολές όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης. Για να γίνει πλήρως αντιληπτή η ουσία του «Εθνικού Όρκου», παρατίθεται η ακόλουθη φράση του Μουσταφά Κεμάλ που αναφέρεται εντός αυτού: «Κάθε έδαφος όπου ζουν Τούρκοι περιλαμβάνεται στο Misakı Millî. Με τη βοήθεια του Αλλάχ, θα πάρω πίσω τη Μοσούλη, το Κιρκούκ και τα νησιά (τα νησιά του Αιγαίου και την Κύπρο), καθώς επίσης θα ενσωματώσω εντός των συνόρων της Τουρκίας, τη Θεσσαλονίκη και τη Θράκη». Ο ίδιος ο Ερντογάν αναφερόμενος στον «Εθνικό Όρκο» έχει δηλώσει ότι: «Η Τουρκία πάντοτε αγκάλιαζε όλους τους καταπιεσμένους πληθυσμούς και τα θύματα και ποτέ δεν εγκαταλείψαμε τους ομοεθνείς μας μόνους […] Γίνεται να φανταστεί κανείς την Αδριανούπολη χωριστά από τη Θεσσαλονίκη ή το Κίρτζαλι;». Η Τουρκία δεν αμφισβητεί όμως μόνο σε επίπεδο ρητορικής τα ελληνικά σύνορα, αλλά και μέσω των πρακτικών που ακολουθεί σε καθημερινό επίπεδο: οι μαζικές παραβιάσεις του εθνικού εναερίου χώρου, οι συνεχείς NAVTEX που εκδίδει και με τις οποίες δεσμεύει μεγάλες περιοχές του Αιγαίου, οι Διοικητικές Εκθέσεις Δραστηριοτήτων που εκδίδει η τουρκική Διοίκηση Ασφαλείας Ακτών στις οποίες αναφέρει τα Ίμια ως τουρκικό έδαφος αναλαμβάνοντας παράλληλα να τα προστατεύει και να τα επιτηρεί σε 24ωρη βάση, η «επίσκεψη» του Τούρκου αρχηγού ΓΕΕΘΑ με πυραυλάκατο και ομάδα ειδικών δυνάμεων στα Ίμια, αλλά και η προ ολίγων ημερών πραγματοποίηση άσκησης με πραγματικά πυρά εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων απ’ το τουρκικό πλοίο «Κουσάντασι» είναι μόνο ενδεικτικές των τουρκικών προθέσεων. Τ
ο προσφυγικό ζήτημα, αποτελεί, άλλωστε, ένα ακόμη μέσο της τουρκικής διπλωματίας προς αυτή την κατεύθυνση: Πέραν του διακηρυγμένου απ’ τη δεκαετία του 80’ «Δόγματος Οζάλ», σύμφωνα με το οποίο για την κατάκτηση της Ελλάδας δεν είναι απαραίτητος ένας πόλεμος αλλά η βαθμιαία αποστολή σε αυτήν 3-4 εκατομμυρίων φανατικών Μουσουλμάνων, η Τουρκία φαίνεται να εκμεταλλεύεται την παρούσα κατάσταση προκειμένου να διεξάγει δραστηριότητες ελέγχου πέριξ των Ιμίων, του Φαρμακονησίου και της Κω, παραβιάζοντας τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Σε σχέση με το Κυπριακό ζήτημα, η Τουρκία παρά την όποια πρόοδο παρατηρείται κατά καιρούς στις διαπραγματεύσεις, αρνείται πλήρως την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και επιμένει στο αναχρονιστικό καθεστώς των εγγυήσεων, ζητώντας ουσιαστικά την επίσημη κατοχύρωση της παράνομης τουρκικής εισβολής του 74’.
Ο Ερντογάν δήλωσε προσφάτως ότι «η Τουρκία θα παραμείνει για πάντα στην Κύπρο» ενώ η σημασία που αποδίδει η τουρκική διπλωματία στο νησί της Αφροδίτης, προκύπτει πρόδηλα και απ’ τα γραφόμενα του Τούρκου πρώην Πρωθυπουργού, Αχμέτ Νταβούτογλου, στο βιβλίο του “Στρατηγικό Βάθος”: «ακόμη και αν δεν υπήρχε εκεί, έστω, και ένας Τούρκος μουσουλμάνος, η Τουρκία θα ήταν υποχρεωμένη να θέσει ένα κυπριακό ζήτημα». Υποστηρίζει μάλιστα με έμφαση ότι καμία χώρα δεν μπορεί να παραβλέψει ένα τέτοιο νησί που βρίσκεται στην καρδιά της ζωτικής της περιοχής και ότι η Τουρκία είναι υποχρεωμένη να ενδιαφέρεται στρατηγικά για την Κύπρο εξαιρουμένου του ανθρώπινου στοιχείου.
Το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων
Με βάση τα όσα περιγράφησαν ανωτέρω, είναι αρκετά πιθανή η όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων στο μέλλον. Σε αυτό το γεγονός συντείνουν τόσο παράγοντες που αφορούν την εσωτερική κατάσταση των δύο χωρών, όσο και η διεθνής συγκυρία. Η πίστη στα αποτελέσματα της οικονομικής αλληλεξάρτησης ξεθωριάζει, καθώς η παράταση της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, αλλά και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει η τουρκική οικονομία λόγω του πραξικοπήματος και της τρομοκρατίας, κάνουν δύσκολη την περαιτέρω διεύρυνση των διμερών εμπορικών και επενδυτικών δεσμών. Το προσφυγικό ζήτημα, θα προκαλέσει, όχι μόνο διπλωματικές αλλά και οικονομικές τριβές, εντείνοντας τον ανταγωνισμό στον τουριστικό τομέα ακόμη και με τη χρήση αθέμιτων μέσων, ενώ η διαπιστωμένη ύπαρξη ενεργειακών κοιτασμάτων στο Αιγαίο θα δημιουργήσει επιπρόσθετες διενέξεις. Στο εσωτερικό της Τουρκίας, η προσπάθεια του Ερντογάν, να κερδίσει το προσεχές δημοψήφισμα προκειμένου να αποκτήσει εκτελεστικές υπερεξουσίες, τον έχει οδηγήσει σε αναγκαστική συμμαχία με το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (ήδη συζητείται το ενδεχόμενο της εισόδου δύο ή τριών μελών των Γκρίζων Λύκων στο κυβερνητικό σχήμα).
Αυτό σημαίνει ότι ο Τούρκος Πρόεδρος θα αναγκαστεί να υιοθετήσει εθνικιστικές κορώνες ή ακόμη και να προβεί στην πρόκληση μιας χαμηλής ή υψηλής εντάσεως ελληνοτουρκικής κρίσης για να προσελκύσει τους ακροδεξιούς ψηφοφόρους, ενώ προφανώς δεν αναμένεται να επιδείξει ελαστική στάση σε ζητήματα που αφορούν τις ελληνοτουρκικές ή τουρκο-κυπριακές διαφορές. Περαιτέρω, η σταδιακή Ισλαμοποίηση της Τουρκίας, η έλλειψη αξιόπιστων δημοκρατικών θεσμών, ο περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης και το πολιτικό πογκρόμ που έχει εξαπολύσει ο Ερντογάν μετά το πραξικόπημα του Ιουλίου, ολοένα και απομακρύνουν την χώρα του απ’ την ευρωπαϊκή της προοπτική. Το γεγονός αυτό έχει αρνητικές επιπτώσεις τόσο για την οικονομία της Τουρκίας, όσο και για τους ορίζοντες της εξωτερικής της πολιτικής, οδηγώντας αναπόφευκτα την εστίαση της προσοχής της στην άλλη πλευρά του Αιγαίου. Η απόρριψη απ’ την ελληνική δικαιοσύνη της έκδοσης των 8 Τούρκων πραξικοπηματιών στην Τουρκία, αλλά και η πρόθεση της ελληνικής κυβέρνησης να κατοικηθούν 28 μικρά νησιά του Αιγαίου για εθνικούς λόγους, οξύνουν ακόμη περισσότερο το κλίμα μεταξύ των δύο χωρών.
Επιπλέον, καθώς η οικονομική συγκυρία για την Ελλάδα είναι πολύ δυσάρεστη και επανέρχονται στο προσκήνιο σενάρια Grexit, δεν μπορούν να αποκλειστούν σπασμωδικοί ελληνικοί διπλωματικοί χειρισμοί που θα οδηγήσουν ηθελημένα ή άθελα σ’ ένα ελληνοτουρκικό επεισόδιο.
Οι αρνητικές προϋποθέσεις που υφίστανται σε σχέση με τα ελληνοτουρκικά ζητήματα, δεν πρέπει να αποτρέψουν την Ελλάδα απ’ την επιδίωξη της βελτίωσης των διπλωματικών της δεσμών με την Τουρκία. Όσο, όμως, ο κανόνας του διεθνούς συστήματος είναι η αναρχία, είναι αναπόδραστο για τα κράτη να λειτουργούν με ρεαλιστική λογική και όχι με ιδεολογικές ονειρώξεις. Το αρραγές εσωτερικό μέτωπο, η σωστή λειτουργία και προετοιμασία των Ενόπλων Δυνάμεων και η άσκηση πολυμερούς διπλωματίας είναι τα μέσα με τα οποία η Ελλάδα μπορεί να δημιουργήσει αποτροπή σε όποιον επιβουλεύεται τα εθνικά της συμφέροντα."
Είναι προφανές ότι η χώρα μας πρέπει ν' αλλάξει στάση. Κάτι τέτοιο δεν υποστηρίζεται από "εθνικιστικές" βλέψεις, ούτε από "φιλοπολεμική" διάθεση. Είναι απλώς το ελάχιστο που μπορεί να κάνει για να κρατήσει ένα ίχνος εθνικής αξιοπρέπειας, την οποία φαίνεται να έχουμε απωλέσει. Είναι προφανές βέβαια ότι και η στάση του κ. Αναστασιάδη, προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, δε βοηθάει προς αυτή την κατεύθυνση. Απαιτείται συντονισμός ενεργειών, προς το συμφέρον ολόκληρου του ελληνισμού. To ίδιο μήνυμα προφανώς πάει τόσο προς την μείζονα αντιπολίτευση της Ελλάδας όσο και αυτή της Κύπρου. Η ΝΔ έχει προτεραιότητα να μη στεναχωρήσει τους Ευρωπαίους ιδεολογικούς συμμάχους, ενώ το ΑΚΕΛ χαμένο στο δόγμα "ένας λαός-ένα κράτος" παραβλέπει ότι η τουρκο-κυπριακή πλευρά ελέγχεται πλήρως από την Τουρκία, κάτι που δεν πρόκειται ν' αλλάξει ποτέ.
Γράφει σχετικά μακροσκελώς ο Μιχάλης Διακαντώνης στο mignatiou.com:
"Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις αποτελούν αδιαμφισβήτητα το σημαντικότερο κεφάλαιο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Απ’ την περίοδο των σεισμών του 1999, ξεκίνησε μια προσπάθεια επαναπροσέγγισης των δύο χωρών μέσω συνεργασίας σε θέματα «χαμηλής πολιτικής» (εμπόριο, τουρισμός, πολιτισμός) που συνοδεύτηκε απ’ την μείωση της στρατιωτικής έντασης, αλλά και την έναρξη διερευνητικών επαφών για το θέμα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας. Η προσπάθεια αυτή συνεχίστηκε το 2009 μέσω της σύστασης του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας, που αποσκοπούσε στην περαιτέρω διεύρυνση των δεσμών των δύο κρατών στους προαναφερθέντες τομείς. Οι συγκεκριμένες δράσεις είναι σύμφωνες με τη Φιλελεύθερη σχολή σκέψης στις Διεθνείς Σχέσεις, η οποία υποστηρίζει ότι η οικονομική αλληλεξάρτηση και η ύπαρξη συνεργασίας σε ζητήματα χαμηλής πολιτικής, είναι ικανή να δημιουργήσει ισχυρούς δεσμούς ανάμεσα στα κράτη, περιορίζοντας έτσι την πιθανότητα πολεμικών συγκρούσεων. Η προσδοκία που γεννάται, είναι ότι οι εν λόγω διαδικασίες με την πάροδο του χρόνου, θα διευκολύνουν την επίτευξη συγκλίσεων σε θέματα «υψηλής πολιτικής», όπως είναι αυτά της εθνικής ασφάλειας και κυριαρχίας. Ποιος είναι, όμως, μέχρι ώρας ο πραγματικός αντίκυπος αυτών των πολιτικών προσέγγισης Ελλάδας-Τουρκίας και ποια η πιθανή εξέλιξή τους, με βάση τις υπάρχουσες συνθήκες στο εγχώριο και διεθνές περιβάλλον;
Η Τουρκία ως «αρνητής» του Διεθνούς Δικαίου
Προτού αναφερθούμε στα αποτελέσματα που επιτεύχθησαν μέσω της διπλωματικής προσέγγισης των δύο κρατών, θα πρέπει να τονίσουμε ότι οι ελληνοτουρκικές διαφορές εκτείνονται σ’ ένα μεγάλο εύρος ζητημάτων και χαρακτηρίζονται απ’ την διαχρονική άρνηση της Τουρκίας να αποδεχτεί τα τετελεσμένα που προκύπτουν απ’ το Διεθνές Δίκαιο και τις Διεθνείς Συνθήκες και Συμβάσεις. Πιο συγκεκριμένα, η Τουρκία: το 1973 παρείχε παράνομη άδεια ερευνών στην κρατική εταιρεία πετρελαίου για την περιοχή του Αιγαίου, αμφισβητώντας ευθέως μέρος της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, τα όρια της οποίας προβλέπονται απ’ τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982). αμφισβητεί, με απειλή πολέμου (casus belli), το νόμιμο και κυριαρχικό δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της μέχρι τα 12 ναυτικά μίλια, όπως προβλέπει το Δίκαιο της Θάλασσας, ενώ παραβιάζει διαρκώς και τον ελληνικό εθνικό εναέριο χώρο. αμφισβητεί την κυριαρχία επί ελληνικών νησιών, καθώς και τα θαλάσσια σύνορα της Ελλάδας, αποσκοπώντας στη δημιουργία «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο, κατά παράβαση της Συνθήκης της Λωζάννης (1923), της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων (1947) και των Ιταλο-Τουρκικών Συμφωνιών του 1932. Επιπλέον, απαιτεί την αποστρατικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, παρά τα όσα ορίζονται στη Σύμβαση του Montreux (1936), τη Συνθήκη της Λωζάννης και σε αντίθεση με την ισχυρή παρουσία τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων στις ακτές της Μικράς Ασίας. αμφισβητεί τις αρμοδιότητες που ασκεί η Ελλάδα εντός του FIR Αθηνών, βάσει των αποφάσεων του Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής Αεροπορίας (ICAO), παραβιάζοντας με τα πολεμικά της αεροσκάφη τους κανόνες εναέριας κυκλοφορίας. Όσον αφορά τις περιοχές έρευνας και διάσωσης, η Τουρκία εξέδωσε το 1988 κανονισμό που επεκτείνει τα δικαιώματά της σε τμήμα του FIR Αθηνών.
Ο κανονισμός αυτός έρχεται σε αντίθεση με τη διεθνή πρακτική, τις συστάσεις του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ) και του Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής Αεροπορίας, αλλά και με όσα ορίζονται στις Συμβάσεις του Σικάγο (1944) και του Αμβούργου (1979). έχει εισβάλλει στρατιωτικά στην Κύπρο απ’ το 1974 και κατέχει παράνομα το 37% της νήσου, παραβιάζοντας τα δικαιώματα των Ελληνοκυπρίων προσφύγων, των αγνοουμένων και των συγγενών τους, ενώ συνεχίζει με συστηματικό τρόπο τον παράνομο εποικισμό, έχοντας μάλιστα προβεί σε μονομερή ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του ψευδοκράτους το Νοέμβριο του 1983. Οι ενέργειες αυτές έχουν καταδικαστεί κατ’ επανάληψη με σειρά αποφάσεων και ψηφισμάτων, τόσο απ’ τη Γενική Συνέλευση και το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, όσο και μέσα από ευρωπαϊκά όργανα και άλλα διεθνή fora. ασκεί παρεμβατική πολιτική εναντίον της Ελλάδας στη Δυτική Θράκη μέσω του Προξενείου Κομοτηνής και των ψευδομουφτήδων που αυτό τοποθετεί στην περιοχή. Οι εκφοβισμοί αλλά και τα οικονομικά κίνητρα που χρησιμοποιούνται από «σκιώδη» τουρκικά στοιχεία, αποσκοπούν να συνενώσουν και να εκτουρκίσουν τις διαφορετικές συνιστώσες της μουσουλμανικής μειονότητας, υπονομεύοντας κάθε προσπάθεια ανάκτησης της ιδιαίτερης ταυτότητας των Πομάκων και των Ρομά. Τελικός σκοπός είναι η να δημιουργηθεί η αίσθηση ότι στην Δυτική Θράκη υφίσταται τουρκική και όχι μουσουλμανική μειονότητα (σε αντίθεση με όσα ορίζει ρητώς η Συνθήκη της Λωζάννης).
Οι θετικές εξελίξεις σε ζητήματα οικονομίας και η κατευναστική πολιτική της Ελλάδας
Παρά τις διαχρονικές εστίες τριβής μεταξύ των δύο κρατών, υπάρχουν τομείς στους οποίους παρουσιάζονται θετικές εξελίξεις, όπως είναι το εμπόριο, οι επενδύσεις, ο τουρισμός, η ενέργεια και ο πολιτισμός. Σε επίπεδο εμπορικών συναλλαγών, ενώ το 1997 ο όγκος του εμπορίου μεταξύ των δύο χωρών ανερχόταν στα 729 εκατομμύρια δολάρια, το 2014 έφθασε στα 5,5 δισεκατομμύρια δολάρια, για να πέσει στο επίπεδο των 2,99 δις δολαρίων το 2015 εξαιτίας της επιβολής των capital controls στην Ελλάδα και της διεθνούς πτώσης της τιμής του πετρελαίου (καθώς μεγάλο κομμάτι των ελληνικών εξαγωγών αφορά τον κλάδο των πετρελαιοειδών). Αξίζει να σημειωθεί, ότι απ’ το 1998 έως και το 2009 η Ελλάδα παρουσίαζε έλλειμμα στις εμπορικές της συναλλαγές με την Τουρκία.
Στο επίπεδο των άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ), οι ροές μεταξύ των δύο κρατών είναι διαχρονικά χαμηλές. Μετά τη συμφωνία για την Τελωνειακή Ένωση μεταξύ Τουρκίας-Ε.Ε. (1995) υπήρξαν αυξητικές τάσεις, με την χώρα μας να πραγματοποιεί τις μεγαλύτερες ΑΞΕ τα έτη 2006-2007 εξαιτίας της απόκτησης της τουρκικής τράπεζας Finansbank απ’ την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και της Tekfen Bank από την Eurobank EFG (και οι δύο πουλήθηκαν, το 2016 και το 2012 αντίστοιχα, λόγω της ανάγκης ανεύρεσης τραπεζικών κεφαλαίων που προκάλεσε η ελληνική οικονομική κρίση). Οι τουρκικές ΑΞΕ είναι χαμηλότερες σε σχέση με τις ελληνικές, και περιορίζονται τα τελευταία έτη στο άνοιγμα υποκαταστημάτων της τουρκικής τράπεζας Ziraat σε Αθήνα, Κομοτηνή, Ξάνθη και Ρόδο και στην απόκτηση πλειοψηφικών πακέτων μετοχών σε ελληνικές μαρίνες. Τα ελληνικά γραφειοκρατικά εμπόδια αλλά και η επενδυτική αβεβαιότητα που προκάλεσε η ελληνική οικονομική κρίση, αποθάρρυναν σε σημαντικό βαθμό την προσέλκυση σημαντικών κεφαλαίων απ’ την Τουρκία.
Ο τουρισμός είναι ένα ακόμη πεδίο στο οποίο ανθούν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις: Αναφέρεται χαρακτηριστικά, ότι ενώ το 2000 μόλις 218.000 Έλληνες επισκέπτονταν την Τουρκία, το 2015 ο αριθμός τους ανήλθε σε 755.000. Αντίστοιχα, ενώ το 2003 περίπου 170.000 Τούρκοι τουρίστες επισκέπτονταν την Ελλάδα, το 2015 ο αριθμός αυτός έφθασε τις 898.000. Παράλληλα με τον τουρισμό, αναπτύσσονται και πρωτοβουλίες για πολιτιστικά δρώμενα που έχουν σαφώς οικονομικές απολήξεις για πολλούς Δήμους των δύο χωρών. Αν και ο τομέας του τουρισμού αποφέρει σημαντικά έσοδα για Ελλάδα και Τουρκία και αναπτύσσει πολυεπίπεδα τις σχέσεις των δύο λαών, είναι ευαίσθητος σε δυσμενείς πολιτικές εξελίξεις (όπως η τρομοκρατία ή η ύπαρξη διακρατικών εντάσεων). Στον ενεργειακό τομέα, έχουν επίσης προωθηθεί σημαντικές συνεργασίες μεταξύ των δύο χωρών. Ελλάδα και Τουρκία στηρίζονται ενεργειακά σε μεγάλο βαθμό στις ρωσικές εισαγωγές και προσπαθούν να περιορίσουν την εξάρτησή τους αυτή, μέσω της συμμετοχής τους στον Νότιο Ενεργειακό Διάδρομο (Southern Gas Corridor).
Το σχέδιο αυτό προβλέπει την προμήθεια αερίου από χώρες της Κασπίας (Αζερμπαϊτζάν σε πρώτη φάση) μέσω της κατασκευής ενός δικτύου νέων αγωγών. Στο δίκτυο αυτό περιλαμβάνεται ο αγωγός TANAP (Trans Anatolian Pipeline) για την Τουρκία και ο αγωγός TAP (Trans Adriatic Pipeline) για την Ελλάδα. Επιπλέον, οι δύο χώρες συνεργάζονται ενεργειακά μέσω του Διασυνδετηρίου αγωγού φυσικού αερίου Τουρκίας-Ελλάδας (ITG) που εγκαινιάστηκε το 2007, ενώ την ίδια χρονιά ξεκίνησε και η διασύνδεση του ελληνικού και τουρκικού ηλεκτρικού δικτύου μέσω Θράκης. Μελλοντικά, υπάρχει η δυνατότητα να υλοποιηθούν δύο ακόμη ενεργειακά έργα: το πρώτο αφορά την κατασκευή του αγωγού Turkish Stream που προβλέπει την μεταφορά ρωσικού φυσικού αερίου μέσω των ελληνοτουρκικών συνόρων στην υπόλοιπη Ευρώπη, ενώ το δεύτερο αφορά την κατασκευή ενός αγωγού Κύπρου-Τουρκίας που θα μεταφέρει το αέριο απ’ τα κοιτάσματα της Ανατολικής Μεσογείου στη γείτονα χώρα (και σε άλλες χώρες της Ευρώπης σε δεύτερη φάση).
Επί του παρόντος, η πραγματοποίηση και των δύο αυτών έργων συναντάει σοβαρά εμπόδια, τόσο για γεωπολιτικούς όσο και για νομικούς λόγους (προσπάθεια ευρωπαϊκής απεξάρτησης απ’ το ρωσικό αέριο, ατελής οριοθέτηση ΑΟΖ μεταξύ κρατών και άλυτο κυπριακό ζήτημα). Σε συνδυασμό με τα ανωτέρω στοιχεία, πρέπει να ληφθεί υπόψιν και η κατευναστική διπλωματική στάση της Ελλάδας απέναντι στην Τουρκία απ’ την δεκαετία του 1990 και εντεύθεν. Είναι χαρακτηριστικό, ότι αν και τον Ιανουάριο του 1996 είχαν προηγηθεί τα πολύ σοβαρά γεγονότα των Ιμίων, η ελληνική κυβέρνηση –σε μια ομολογουμένως πολύ άτυχη διπλωματική στιγμή- έσπευσε να υπογράψει τη Συμφωνία της Μαδρίτης (Ιούλιος 1997) με την οποία αναγνώριζε τα «νόμιμα και ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα της Τουρκίας στο Αιγαίο». Ακολούθως, το Δεκέμβριο του 1999, στη Σύνοδο Κορυφής στο Ελσίνκι, η Τουρκία έλαβε τον τίτλο της υποψήφιας χώρας- μέλους προς ένταξη στην Ε.Ε., με την ταυτόχρονη δέσμευση για την παραπομπή όλων των εκκρεμών ελληνοτουρκικών διαφορών στο Δικαστήριο της Χάγης. Την περίοδο 2000-2002 υπογράφησαν 16 συμφωνίες στο εμπόριο, τις επενδύσεις, τον τουρισμό, τις μεταφορές και στον επιστημονικό και τεχνολογικό τομέα, ενώ μετά την ίδρυση του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας (2009) υπήρξαν πάνω από 25 κείμενα συμφωνιών που αφορούν θέματα από την επιχειρηματικότητα, την οικονομία και τον αθλητισμό έως και το ευαίσθητο προσφυγικό ζήτημα. Γενικότερα, η διπλωματική στάση της Ελλάδας καθ’ όλο αυτό το διάστημα μπορεί να χαρακτηριστεί από συντηρητική έως και παθητική, με ιδιαίτερο βάρος να δίνεται στην τήρηση των κανόνων Διεθνούς Δικαίου και στην αποφυγή προκλητικών ενεργειών που θα μπορούσαν να δυναμιτίσουν τις διμερείς σχέσεις.
Ο συνεχής αναθεωρητισμός της Τουρκίας
Πώς, όμως, ανταποκρίνεται η Τουρκία σε αυτή την κατευναστική στάση της Ελλάδας; Αποτελεί η συνεργασία σε ζητήματα χαμηλής πολιτικής, μια αφετηρία για την ήπια και ειρηνική συνύπαρξη στις δύο πλευρές του Αιγαίου ή εκλαμβάνεται ως ένδειξη διπλωματικής αδυναμίας απ’ την γείτονα χώρα; Δυστυχώς, η τουρκική ηγεσία φαίνεται όχι μόνο να διατηρεί αλλά και να εντείνει την διαχρονικά αναθεωρητική της πολιτική έναντι της Ελλάδας. Τον περασμένο Νοέμβριο, ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, δήλωσε ότι «η συνθήκη της Λωζάννης (με την οποία καθορίστηκαν τα ελληνοτουρκικά σύνορα) δεν είναι ένα αδιαμφισβήτητο ιερό κείμενο. Και βέβαια θα το συζητήσουμε […] Έχουμε επίγνωση ότι θα θίξουμε τα συμφέροντα αρκετών. αλλά και πάλι θα το πράξουμε». Σε μια άλλη αποστροφή των λόγων του είχε τονίσει ότι η Τουρκική Δημοκρατία αποτελεί τη συνέχεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και για αυτό «άλλα είναι τα φυσικά σύνορα της χώρας μας και άλλα τα σύνορα της καρδιάς μας». Η αμφισβήτηση των ελληνικών συνόρων είναι συνεχής και άμεση με τον ίδιο τον Ερντογάν να δηλώνει τον Σεπτέμβριο του 2016 ότι «με τη Λωζάννη δώσαμε στους Έλληνες τα νησιά, που αν φωνάξεις από τις ακτές του Αιγαίου, θα ακουστείς απέναντι. Είναι αυτό νίκη; Εκείνα τα μέρη ήταν δικά μας. Εκεί έχουμε ακόμα δικά μας νησιά». Στο ίδιο μήκος κύματος είναι και οι δηλώσεις σημαντικών στελεχών της τουρκικής κυβέρνησης: Τον περασμένο Νοέμβριο, ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, απαντώντας γραπτώς σε ερώτηση που κατέθεσε Τούρκος βουλευτής σχετικά με το καθεστώς των νησιών στο Αιγαίο είπε ότι «τα Ίμια είναι τουρκικό έδαφος» ενώ και ο Τούρκος Υπουργός Άμυνας, Ισμέτ Γιλμάζ, τον Μάρτιο του 2015 εντός της τουρκικής Βουλής ανέφερε ότι: «Η Ελλάδα έχει μόνο εκ των πραγμάτων και προσωρινά, κανόνα κυριαρχίας πάνω στα νησιά με την ονομασία EGAYDAAK και η διοίκηση της εκεί δεν αναιρεί το γεγονός ότι τα νησιά αυτά είναι έδαφος της Τουρκικής Δημοκρατίας». Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί, ότι το αρκτικόλεξο EGAYDAAK στα επίσημα τουρκικά έγγραφα, αναφέρεται σε 152 νησιά, νησίδες και βραχονησίδες των οποίων η κυριότητα -σύμφωνα με τους Τούρκους- δεν παραχωρήθηκε στην Ελλάδα με συμφωνίες.
Οι δηλώσεις αυτές των Τούρκων αξιωματούχων δεν είναι τυχαίες ούτε και αποτελούν μεμονωμένες περιπτώσεις εθνικιστικής ρητορικής, καθώς είναι σύμφωνες με τα όσα διακηρύσσονται στον λεγόμενο «Εθνικό Όρκο» της Τουρκίας (“Misakı Mill”î).
Το κείμενο αυτό θεωρείται ο Καταστατικός Χάρτης της Τουρκίας και αποτελεί αντικείμενο εκπαίδευσης στα σχολεία και σχολές όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης. Για να γίνει πλήρως αντιληπτή η ουσία του «Εθνικού Όρκου», παρατίθεται η ακόλουθη φράση του Μουσταφά Κεμάλ που αναφέρεται εντός αυτού: «Κάθε έδαφος όπου ζουν Τούρκοι περιλαμβάνεται στο Misakı Millî. Με τη βοήθεια του Αλλάχ, θα πάρω πίσω τη Μοσούλη, το Κιρκούκ και τα νησιά (τα νησιά του Αιγαίου και την Κύπρο), καθώς επίσης θα ενσωματώσω εντός των συνόρων της Τουρκίας, τη Θεσσαλονίκη και τη Θράκη». Ο ίδιος ο Ερντογάν αναφερόμενος στον «Εθνικό Όρκο» έχει δηλώσει ότι: «Η Τουρκία πάντοτε αγκάλιαζε όλους τους καταπιεσμένους πληθυσμούς και τα θύματα και ποτέ δεν εγκαταλείψαμε τους ομοεθνείς μας μόνους […] Γίνεται να φανταστεί κανείς την Αδριανούπολη χωριστά από τη Θεσσαλονίκη ή το Κίρτζαλι;». Η Τουρκία δεν αμφισβητεί όμως μόνο σε επίπεδο ρητορικής τα ελληνικά σύνορα, αλλά και μέσω των πρακτικών που ακολουθεί σε καθημερινό επίπεδο: οι μαζικές παραβιάσεις του εθνικού εναερίου χώρου, οι συνεχείς NAVTEX που εκδίδει και με τις οποίες δεσμεύει μεγάλες περιοχές του Αιγαίου, οι Διοικητικές Εκθέσεις Δραστηριοτήτων που εκδίδει η τουρκική Διοίκηση Ασφαλείας Ακτών στις οποίες αναφέρει τα Ίμια ως τουρκικό έδαφος αναλαμβάνοντας παράλληλα να τα προστατεύει και να τα επιτηρεί σε 24ωρη βάση, η «επίσκεψη» του Τούρκου αρχηγού ΓΕΕΘΑ με πυραυλάκατο και ομάδα ειδικών δυνάμεων στα Ίμια, αλλά και η προ ολίγων ημερών πραγματοποίηση άσκησης με πραγματικά πυρά εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων απ’ το τουρκικό πλοίο «Κουσάντασι» είναι μόνο ενδεικτικές των τουρκικών προθέσεων. Τ
ο προσφυγικό ζήτημα, αποτελεί, άλλωστε, ένα ακόμη μέσο της τουρκικής διπλωματίας προς αυτή την κατεύθυνση: Πέραν του διακηρυγμένου απ’ τη δεκαετία του 80’ «Δόγματος Οζάλ», σύμφωνα με το οποίο για την κατάκτηση της Ελλάδας δεν είναι απαραίτητος ένας πόλεμος αλλά η βαθμιαία αποστολή σε αυτήν 3-4 εκατομμυρίων φανατικών Μουσουλμάνων, η Τουρκία φαίνεται να εκμεταλλεύεται την παρούσα κατάσταση προκειμένου να διεξάγει δραστηριότητες ελέγχου πέριξ των Ιμίων, του Φαρμακονησίου και της Κω, παραβιάζοντας τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Σε σχέση με το Κυπριακό ζήτημα, η Τουρκία παρά την όποια πρόοδο παρατηρείται κατά καιρούς στις διαπραγματεύσεις, αρνείται πλήρως την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων και επιμένει στο αναχρονιστικό καθεστώς των εγγυήσεων, ζητώντας ουσιαστικά την επίσημη κατοχύρωση της παράνομης τουρκικής εισβολής του 74’.
Ο Ερντογάν δήλωσε προσφάτως ότι «η Τουρκία θα παραμείνει για πάντα στην Κύπρο» ενώ η σημασία που αποδίδει η τουρκική διπλωματία στο νησί της Αφροδίτης, προκύπτει πρόδηλα και απ’ τα γραφόμενα του Τούρκου πρώην Πρωθυπουργού, Αχμέτ Νταβούτογλου, στο βιβλίο του “Στρατηγικό Βάθος”: «ακόμη και αν δεν υπήρχε εκεί, έστω, και ένας Τούρκος μουσουλμάνος, η Τουρκία θα ήταν υποχρεωμένη να θέσει ένα κυπριακό ζήτημα». Υποστηρίζει μάλιστα με έμφαση ότι καμία χώρα δεν μπορεί να παραβλέψει ένα τέτοιο νησί που βρίσκεται στην καρδιά της ζωτικής της περιοχής και ότι η Τουρκία είναι υποχρεωμένη να ενδιαφέρεται στρατηγικά για την Κύπρο εξαιρουμένου του ανθρώπινου στοιχείου.
Το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων
Με βάση τα όσα περιγράφησαν ανωτέρω, είναι αρκετά πιθανή η όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων στο μέλλον. Σε αυτό το γεγονός συντείνουν τόσο παράγοντες που αφορούν την εσωτερική κατάσταση των δύο χωρών, όσο και η διεθνής συγκυρία. Η πίστη στα αποτελέσματα της οικονομικής αλληλεξάρτησης ξεθωριάζει, καθώς η παράταση της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, αλλά και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει η τουρκική οικονομία λόγω του πραξικοπήματος και της τρομοκρατίας, κάνουν δύσκολη την περαιτέρω διεύρυνση των διμερών εμπορικών και επενδυτικών δεσμών. Το προσφυγικό ζήτημα, θα προκαλέσει, όχι μόνο διπλωματικές αλλά και οικονομικές τριβές, εντείνοντας τον ανταγωνισμό στον τουριστικό τομέα ακόμη και με τη χρήση αθέμιτων μέσων, ενώ η διαπιστωμένη ύπαρξη ενεργειακών κοιτασμάτων στο Αιγαίο θα δημιουργήσει επιπρόσθετες διενέξεις. Στο εσωτερικό της Τουρκίας, η προσπάθεια του Ερντογάν, να κερδίσει το προσεχές δημοψήφισμα προκειμένου να αποκτήσει εκτελεστικές υπερεξουσίες, τον έχει οδηγήσει σε αναγκαστική συμμαχία με το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (ήδη συζητείται το ενδεχόμενο της εισόδου δύο ή τριών μελών των Γκρίζων Λύκων στο κυβερνητικό σχήμα).
Αυτό σημαίνει ότι ο Τούρκος Πρόεδρος θα αναγκαστεί να υιοθετήσει εθνικιστικές κορώνες ή ακόμη και να προβεί στην πρόκληση μιας χαμηλής ή υψηλής εντάσεως ελληνοτουρκικής κρίσης για να προσελκύσει τους ακροδεξιούς ψηφοφόρους, ενώ προφανώς δεν αναμένεται να επιδείξει ελαστική στάση σε ζητήματα που αφορούν τις ελληνοτουρκικές ή τουρκο-κυπριακές διαφορές. Περαιτέρω, η σταδιακή Ισλαμοποίηση της Τουρκίας, η έλλειψη αξιόπιστων δημοκρατικών θεσμών, ο περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης και το πολιτικό πογκρόμ που έχει εξαπολύσει ο Ερντογάν μετά το πραξικόπημα του Ιουλίου, ολοένα και απομακρύνουν την χώρα του απ’ την ευρωπαϊκή της προοπτική. Το γεγονός αυτό έχει αρνητικές επιπτώσεις τόσο για την οικονομία της Τουρκίας, όσο και για τους ορίζοντες της εξωτερικής της πολιτικής, οδηγώντας αναπόφευκτα την εστίαση της προσοχής της στην άλλη πλευρά του Αιγαίου. Η απόρριψη απ’ την ελληνική δικαιοσύνη της έκδοσης των 8 Τούρκων πραξικοπηματιών στην Τουρκία, αλλά και η πρόθεση της ελληνικής κυβέρνησης να κατοικηθούν 28 μικρά νησιά του Αιγαίου για εθνικούς λόγους, οξύνουν ακόμη περισσότερο το κλίμα μεταξύ των δύο χωρών.
Επιπλέον, καθώς η οικονομική συγκυρία για την Ελλάδα είναι πολύ δυσάρεστη και επανέρχονται στο προσκήνιο σενάρια Grexit, δεν μπορούν να αποκλειστούν σπασμωδικοί ελληνικοί διπλωματικοί χειρισμοί που θα οδηγήσουν ηθελημένα ή άθελα σ’ ένα ελληνοτουρκικό επεισόδιο.
Οι αρνητικές προϋποθέσεις που υφίστανται σε σχέση με τα ελληνοτουρκικά ζητήματα, δεν πρέπει να αποτρέψουν την Ελλάδα απ’ την επιδίωξη της βελτίωσης των διπλωματικών της δεσμών με την Τουρκία. Όσο, όμως, ο κανόνας του διεθνούς συστήματος είναι η αναρχία, είναι αναπόδραστο για τα κράτη να λειτουργούν με ρεαλιστική λογική και όχι με ιδεολογικές ονειρώξεις. Το αρραγές εσωτερικό μέτωπο, η σωστή λειτουργία και προετοιμασία των Ενόπλων Δυνάμεων και η άσκηση πολυμερούς διπλωματίας είναι τα μέσα με τα οποία η Ελλάδα μπορεί να δημιουργήσει αποτροπή σε όποιον επιβουλεύεται τα εθνικά της συμφέροντα."